Τα ζητήματα βιοπολιτικής και βιοηθικής που αναδείχθηκαν στην εποχή της πανδημίας πραγματεύτηκε συνεδρία αυτή, μέσω μιας διεπιστημονικής προσέγγισης καθώς οι ομιλητές προήλθαν από τα επιστημονικά πεδία της Νομικής, της Ιατρικής, της Φιλοσοφίας, της Ηθικής, ενώ εκφράστηκαν και οι θέσεις των ασθενών.
Οι ομιλητές έθιξαν τους προβληματισμούς που αφορούν τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις των πολιτών, αλλά και αυτά της Πολιτείας σε σχέση με τη Δημόσια Υγεία, και τέλος, αξιολογήθηκαν τα μέτρα που λαμβάνονται αλλά και οι πιθανές επιπτώσεις των σημερινών επιλογών στο μέλλον του κράτους δικαίου στην Ελλάδα.
Τη συνεδρία συντόνισαν ο Καθηγητής Γενικής Ιατρικής και Πρωτοβάθμιας Φροντίδας Υγείας της Ιατρικής Σχολής του Πανεπιστημίου Κρήτης κ. Χρήστος Λιονής και ο κ. Παναγιώτης Βιδάλης, Δρ Νομικής, Επιστημονικός Συνεργάτης Εθνικής Επιτροπής Βιοηθικής, Πρόεδρος ΕΗΔΕ, ΕΚΕΦΕ «Δημόκριτος».
Βιοπολιτική και δικαιώματα στην πανδημία
Τον λόγο πήρε πρώτος ο κεντρικός ομιλητής κ. Ξενοφών Κοντιάδης, Καθηγητής Δημοσίου Δικαίου και Δικαίου Κοινωνικής Ασφάλειας, Πάντειον Πανεπιστήμιο Κοινωνικών & Πολιτικών Επιστημών, Πρόεδρος του Ιδρύματος Θεμιστοκλή και Δημήτρη Τσάτσου – Κέντρου Ευρωπαϊκού Συνταγματικού Δικαίου.
Υπάρχει άμεσο ενδιαφέρον από το σύνολο της κοινωνίας για τα θέματα βιοπολιτικής και δικαιωμάτων τα οποία ανέκυψαν κατά τη διάρκεια της πανδημίας, τα οποία πρόκειται να αναδείξει στην ομιλία του, δήλωσε ο κ. Κοντιάδης. Χρησιμοποιώντας ως σημείο εκκίνησης τη φράση του καθηγητή κ. Κυριόπουλου, ότι ζούμε στον αιώνα των ιών, υπογράμμισε ότι χρειάζεται κυρίως να αξιολογήσουμε και να επανεξετάσουμε τη φιλοσοφία και όχι τόσο την πολιτική υγείας, καθώς επίσης να αντιμετωπίσουμε θέματα βιοπολιτικής, τα οποία διανοητές όπως ο Φουκώ ανέδειξαν πριν από 30 χρόνια και η πανδημία έφερε ξανά στην επικαιρότητα.
Ο ομιλητής έθεσε αυτό που χαρακτήρισε ως το κρίσιμο ερώτημα που ενδιαφέρει όλους, δηλαδή το κατά πόσον η πανδημία θα μπορούσε να είχε προβλεφθεί. Τόνισε ότι υπήρχαν συγγράμματα από τα τέλη της δεκαετίας του ’90 τα οποία προανήγγειλαν την αναζωπύρωση των λοιμωδών νόσων, την αύξηση της ανθεκτικότητας των νοσοκομειακών βακτηριακών στελεχών και την παγκόσμια εξάπλωση φονικών ιών. Όπως παρατήρησε ωστόσο, στις πανδημίες που προηγήθηκαν της Covid-19, όπως αυτές του ιού του έμπολα, της γρίπης των πτηνών της νόσου των «τρελών αγελάδων» και της γρίπης των χοίρων, η αντιμετώπιση ήταν γρήγορη και δημιούργησε έναν εφησυχασμό σχετικά με τις επόμενες απειλές.
Στην τρέχουσα πανδημία, παγκοσμίως τα συστήματα υγείας βρέθηκαν αποδυναμωμένα από την οικονομική κρίση και ταυτόχρονα ανέτοιμα τόσο για την πρόληψη όσο και για την αντιμετώπισή της. Αυτό που ουσιαστικά χρειαζόμαστε σήμερα είναι ένα νέο παράδειγμα βιοπολιτικής ρύθμισης σε πλανητικό επίπεδο, υπογράμμισε ο κ. Κοντιάδης, που θα αποτελέσει καταλύτη αλλαγών στην οικονομία, στους θεσμούς, στα εργασιακά, στην κοινωνική ασφάλεια, στα δικαιώματα και στα ζητήματα της βιοηθικής.
Η παγκόσμια οικονομική κρίση, εξάλλου, είχε ως αποτέλεσμα τη ραγδαία επιδείνωση όλων των δεικτών υγείας, ενώ η υποβάθμιση της πρωτοβάθμιας φροντίδας υγείας ανέδειξε νέους κοινωνικούς και συμπεριφορικούς παράγοντες κινδύνου, με τα προγράμματα πρόληψης να παραμένουν οι «φτωχοί συγγενείς». Όλα τα παραπάνω σε συνδυασμό με τα δημογραφικά ζητήματα της γήρανσης των πληθυσμών και των μεταναστευτικών ροών καθιστούν επιτακτική την ανάγκη δημιουργίας μιας νέας εθνικής στρατηγικής για τη Δημόσια Υγεία, υπογράμμισε.
Στην αρχή της πανδημίας βαδίσαμε σε αχαρτογράφητα νερά, διαπίστωσε ο κ. Κοντιάδης. Στο πρώτο γενικό lockdown, όπου η αντιμετώπιση ήταν χωρίς εμβόλια και χωρίς τον κατάλληλο εξοπλισμό των συστημάτων υγείας, αναδείχθηκε ο σημαντικός ρόλος της τοπικής αυτοδιοίκησης και των περιφερειών. Η κοινωνία, εκείνο το διάστημα, αντιμετώπισε με υπομονή τα μέτρα, ενώ υπήρξε μια συντηρητική προσέγγιση του περιορισμού των δικαιωμάτων. Ωστόσο, προχωρώντας προς το καλοκαίρι και το φθινόπωρο αυτό το πλαίσιο άρχισε να μην γίνεται πλέον ανεκτό και κατέστη αναγκαίος ο σχεδιασμός νέων πολιτικών.
Φάνηκε ότι είναι ιδιαίτερα σημαντικό να υπάρχει ένα στοχευμένο σχέδιο για τη Δημόσια Υγεία το οποίο να εμπλέκει το προσωπικό της τοπικής αυτοδιοίκησης. Η πανδημία παρουσιάζεται ως μία ευκαιρία για ανασυγκρότηση, στελέχωση, εξεύρεση πόρων και δημιουργία στοχευμένων προγραμμάτων στη Δ.Υ. Εξάλλου, τα παραπάνω υποστηρίζει και ο Π.Ο.Υ., ο οποίος θεωρεί τη συμμετοχή της κοινότητας στην Πρωτοβάθμια Φροντίδα Υγείας αλλά και στη Δημόσια Υγεία ως ακρογωνιαίο λίθο, σύμφωνα με τη διακήρυξη της Alma Ata και πιο πρόσφατα της Astana, επισήμανε ο ομιλητής.
Αναφερόμενος στο πρόγραμμα του εμβολιασμού σε συνδυασμό με την υποχρεωτικότητα, υπογράμμισε ότι αυτή δεν είναι μία ξένη έννοια για την έννομη τάξη της χώρας. Η απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας για τους βρεφονηπιακούς σταθμούς έχει ήδη βάλει στην καθημερινότητά μας την αρχή της επικράτησης των δικαιωμάτων υγείας των πολλών, ενώ θεωρεί την άρνηση του εμβολίου ως εκμετάλλευση του κινδύνου των άλλων και της ανοσίας τους. Σίγουρα όμως υπάρχει διαφοροποίηση αν ο λόγος άρνησης του εμβολιασμού είναι υγείας ή συνείδησης, τόνισε.
Στη συνέχεια, ο κ. Κοντιάδης επισήμανε τη διάκριση ανάμεσα στην υποχρεωτικότητα και τον καταναγκασμό. Διαχώρισε δε τον καταναγκασμό σε φυσικό -που είναι αδιανόητος για δημοκρατικά καθεστώτα- και σε έμμεσο, ο οποίος εμπεριέχει τις κυρώσεις και τα πρόστιμα. Τόνισε ότι οι όποιες δυσμενείς συνέπειες θα πρέπει να χρησιμοποιηθούν ως έσχατο μέσο αφού έχουν εξαντληθεί όλα τα μέσα της ενημέρωσης και της πειθούς, ενώ η έμμεση υποχρεωτικότητα κινήτρων και αντικινήτρων θα πρέπει να συνοδεύεται από τη συνεχή απόδειξη της ανάγκης του εμβολιασμού σύμφωνα με τα τρέχοντα επιδημιολογικά δεδομένα. Εξαιρετικά σημαντική, ανέφερε, είναι και η χρονική οριοθέτηση των μέτρων, σύμφωνα πάντα με την πορεία της πανδημίας και η προσεκτική θέσπιση των εξαιρέσεων που προκύπτουν για ιατρικούς λόγους.
Ιστορικά οι πανδημίες φαίνεται να διαρκούν 4-5 χρόνια -είπε ο κ. Κοντιάδης- είναι λοιπόν σαφές ότι θα πρέπει να έχουμε υπό συνεχή επαγρύπνηση την αλλαγή στον τρόπο που αντιμετωπίζουμε τα δικαιώματα κατά τη διάρκεια μιας πανδημίας. Αναφέρθηκε ακόμη στους διάφορους τρόπους με τους οποίους μπορούμε να προωθήσουμε την υποχρεωτικότητα, χαρακτηρίζοντας ως απαράδεκτο, αμφιλεγόμενης συνταγματικότητας -και κατά την προσωπική του άποψη αντισυνταγματικό-, το πρόστιμο με βάση ηλικιακά κριτήρια. Δεν μπορούμε να εφαρμόζουμε το κριτήριο ηλικίας χωρίς να συνυπολογίζουμε άλλους παράγοντες, όπως τον τρόπο ζωής, υγείας και εργασίας, υπογράμμισε, και ανέπτυξε τον προβληματισμό του, σχετικά με το πόσο μπορεί να γίνει ανεκτή μια διάκριση βασισμένη στο ποιος είναι πιο πιθανό να καταλάβει μία θέση στο νοσοκομείο, κατά πόσο μπορεί να υπάρχει μόνο το ηλικιακό κριτήριο σε μία επιλογή υγείας και τέλος, πόσο αποδεκτή μπορεί να είναι η χρήση προσωπικών δεδομένων υγείας για την επιβολή προστίμου.
Ο κ. Κοντιάδης υποστήριξε ότι ίσως αυτή είναι η ώρα να συμφιλιωθούμε με την ιδέα ότι η ανοσία της αγέλης είναι ο μόνος τρόπος για να προστατευτεί η Δημόσια Υγεία, τονίζοντας ότι οι μεταλλάξεις του ιού έχουν αποδυναμώσει το κριτήριο της βλάβης του άλλου και πλέον εμβολιασμένοι και ανεμβολίαστοι συμμετέχουν στη διασπορά του ιού. Ο στόχος των περιορισμών πρότεινε να μεταφερθεί από την αποσυμφόρηση των νοσοκομείων στην ανοσία της αγέλης, με εξαιρέσεις για λόγους υγείας. Έτσι θα μπορέσουμε να δημιουργήσουμε τη βάση ώστε να χτίσουμε μια καθολική υποχρεωτικότητα χωρίς πρόστιμα, η οποία θα είναι συνταγματικά αλλά και βιοηθικά ανεκτή, τόνισε, ορθολογικά σχεδιασμένη χωρίς διακρίσεις, ιδίως ηλικιακές. Με σοβαρά αιτιολογημένη την επεξεργασία των δεδομένων υγείας, λογικές εξαιρέσεις αλλά και πιο σοβαρά σχεδιασμένες δυσμενείς συνέπειες για αυτούς που δεν την ακολουθούν απ’ ό,τι ένα πρόστιμο, ανέφερε. Είναι πολύ πιο αποδεκτό συνταγματικά να σχεδιάσουμε μία υποχρεωτικότητα για όλους παρά για κάποιους, κατέληξε.
Κλείνοντας την ομιλία του ο κ. Κοντιάδης δήλωσε ότι ζώντας στον αιώνα των ιών χρειαζόμαστε ένα νέο βιοπολιτικό παράδειγμα καθώς καλούμαστε να αντιμετωπίσουμε θέματα που δεν φανταζόμασταν ότι θα απασχολούσαν τη βιοηθική ή το συνταγματικό δίκαιο κάποια χρόνια πριν. Παράλληλα, θα πρέπει να επανασχεδιάσουμε εκ βάθρων τη διοίκηση και την οργάνωση της Δημόσιας Υγείας με αυξημένο ρόλο της τοπικής αυτοδιοίκησης, με διαρκή αξιολόγηση των επιβαλλόμενων περιοριστικών μέτρων και κυρώσεων εν μέσω πανδημίας, έχοντας πάντα υπ’ όψιν μας ότι λειτουργούμε σε ένα κράτος δικαίου και όχι σε ένα απολυταρχικό καθεστώς.
Απαντώντας σε ερώτηση σχετικά με την επέκταση της υποχρεωτικότητας και στους ανηλίκους, ο κ. Κοντιάδης ανέφερε ότι μοιράζεται τον ίδιο προβληματισμό με όλους τους υπόλοιπους γονείς, ωστόσο τόνισε ότι σε αυτή την περίπτωση θα πρέπει να ακολουθήσουμε την άποψη της επιστήμης, η οποία όμως θα πρέπει να γίνει γνωστή όχι με μηνύματα αλλά με προσωπική επαφή με τον θεράποντα ιατρό.
Διαμόρφωση σχέσης επαγγελματιών υγείας και ασθενή κατά τη διάρκεια της πανδημίας
Στη συνέχεια ο συντονιστής, καθηγητής Χρήστος Λιονής έδωσε τον λόγο στην κ. Σταματούλα Τσικρικά, Επιμελήτρια Πνευμονολογίας-Φυματιολογίας, Νοσοκομείου Αναφοράς Covid-19 «Η Σωτηρία», Ιατρό Δημόσιας Υγείας – Secretary of ERS Group 6.3: Tobacco, Smoking Control and Health Education, για να αναπτύξει από την πλευρά του κλινικού ιατρού τη διαμόρφωση της σχέσης επαγγελματιών υγείας και ασθενή κατά τη διάρκεια της πανδημίας.
Στην καθημερινή ιατρική πράξη η επικοινωνία με τον ασθενή είναι κρίσιμη και επίκαιρη ακόμη από τον καιρό του Ιπποκράτη, είπε ξεκινώντας την ομιλία της η κ. Τσικρικά. Ωστόσο η πανδημία και η φύση της Covid-19 άλλαξε ριζικά τα μέχρι τώρα δεδομένα. Αυτό που αντιμετωπίσαμε κυρίως στην αρχή αυτής της πανδημίας ήταν ο γιατρός να έχει τα ίδια ερωτήματα με τον ασθενή, ερωτήματα που δεν μπορούσαν να απαντηθούν εξαιτίας της έλλειψης τεκμηριωμένων μελετών και αυτό σίγουρα επέφερε ένα πλήγμα στην εμπιστοσύνη.
Από την άλλη μεριά, υπήρξε ένας ιδιαίτερα μεγάλος όγκος ιατρικών πληροφοριών από μη έγκυρες πηγές, κυρίως του διαδικτύου, που επηρέασε και έφερε σύγχυση σε πολλούς, ανέφερε η ομιλήτρια, ενώ παράλληλα ο κατάλληλος για αμφιθέατρα και συνέδρια επιστημονικός διάλογος μεταφέρθηκε στις τηλεοπτικές εκπομπές διαχέοντας μηνύματα που ο μέσος πολίτης αδυνατούσε να κατανοήσει, επιτείνοντας ακόμη περισσότερο τη σύγχυση.
Η φύση της Covid-19 οδήγησε ακόμη, εκτός από την απώλεια της επικοινωνίας του ασθενή με τον γιατρό αλλά και τους υπόλοιπους επαγγελματίες της υγείας, στην απώλεια της επικοινωνίας και με τον φροντιστή, οπότε χάθηκε ο συνδετικός κρίκος στην αλυσίδα που είναι απαραίτητη για τη σωστή ενημέρωση και τη λήψη αποφάσεων.
Οι ιδιαιτερότητες αυτής πανδημίας, πέρα από την επιτάχυνση του ψηφιακού μετασχηματισμού που προώθησε στις υπηρεσίες, ανέδειξαν την ανάγκη της ενσωμάτωσης των ψηφιακών τεχνολογιών και στην επικοινωνία των επαγγελματιών υγείας με τον ασθενή, επισήμανε η κ. Τσικρικά. Κατέληξε πως είναι πλέον εμφανής η ανάγκη της αναψηλάφησης της επικοινωνίας με νέους όρους και τρόπους, ενώ σε αυτόν το σχεδιασμό είναι απαραίτητο να συμμετέχουν και οι εκπρόσωποι των συλλόγων των ασθενών.
Η ηθική της υγείας στην εποχή της πανδημίας
Ο κ. Βιδάλης, αφού υπογράμμισε την πρωτοπορία του Πανεπιστημίου της Κρήτης στα θέματα επικοινωνίας έδωσε τον λόγο στην κ. Σταυρούλα Τσινόρεμα, Καθηγήτρια Σύγχρονης, Νεότερης Φιλοσοφίας και Βιοηθικής Πανεπιστημίου Κρήτης, η οποία ανέλυσε τις διαστάσεις της Ηθικής της Υγείας κατά τη διάρκεια της πανδημίας.
Η κ. Τσινόρεμα αφού όρισε τη βιοηθική ως τη μετεξέλιξη της ιατρικής ηθικής, χαρακτήρισε την υγεία ως μία εργαλειακή αξία και ανέφερε ότι η Ηθική της Υγείας καλύπτει την ηθική αξία της υγείας, τη Δημόσια Υγεία και την υγεία του πληθυσμού. Όρισε την υγεία ως ατομικό δικαίωμα και αγαθό και παρουσίασε τις προκλήσεις στη σκέψη αλλά και στην πράξη που η πανδημία ανέδειξε σε αυτό το πεδίο.
Ορισμένα από τα ηθικο-πρακτικά ζητήματα που η πανδημία έφερε σε πρώτο πλάνο είναι το δικαίωμα στη ζωή, στην υγεία και στην πρόσβαση στις υπηρεσίες υγείας, αλλά και η αντιμετώπιση αλληλοσυγκρουόμενων στόχων όπως είναι ο έλεγχος της μετάδοσης των μολύνσεων απέναντι στην ανάγκη προσωποποιημένης παροχής υποστηρικτικής φροντίδας, είπε η ομιλήτρια. Θα πρέπει ακόμη να οριοθετήσουμε την αρμοδιότητα και την ευθύνη του κράτους να παρεμβαίνει για να ρυθμίσει ζητήματα δημόσιας υγείας και ασφάλειας αλλά και προστασίας της υγείας του κάθε προσώπου, τόνισε, ενώ είναι σημαντικό να προσδιορίσουμε πότε πρέπει να παρεμβαίνει ο νομοθέτης, αλλά και τις συνέπειες της νομοθετικής ρύθμισης αυτών των θεμάτων.
Η κ. Τσινόρεμα επισήμανε την ανάγκη να επιστρέψουμε στον ορισμό βασικών εννοιών, όπως αυτή της υγείας του πληθυσμού και της Δημόσιας Υγείας, προκειμένου να αντιμετωπιστούν τα παραπάνω ζητήματα. Σύμφωνα με το ανεξάρτητο συμβούλιο βιοηθικής Nuffield Council on Bioethics: «Η υγεία του πληθυσμού αναφέρεται στη συλλογική κατάσταση της υγείας των μελών ενός πληθυσμού, ενώ η δημόσια υγεία στις προσπάθειες βελτίωσης του πολιτικού, ρυθμιστικού και οικονομικού περιβάλλοντος που επηρεάζει τις προοπτικές υγείας. Αντικείμενο της δημόσιας υγείας είναι η βελτίωση της πληθυσμιακής υγείας». Ταυτόχρονα θα πρέπει να συνυπολογίσουμε και όλες τις υπόλοιπες παραμέτρους όπως είναι η υγεία και η ασθένεια, η κλινική πράξη -πρόγνωση, πρόληψη, διάγνωση, θεραπεία και αποκατάσταση-, το περιβάλλον και η υγεία, ο άνθρωπος και η φύση, καθώς και η βιοϊατρική (και κλινική) έρευνα, είπε και σχολίασε πως πρόκειται όμως για έννοιες με πορώδη σύνορα μεταξύ τους.
Ανάμεσα στην ιατρική ηθική και την ηθική της δημόσιας υγείας θα πρέπει να υπάρχει ένα κανονιστικό συνεχές τόνισε η κ. Τσινόρεμα, και ένα κοινό πλαίσιο αρχών, ενώ οι αρχές αυτές θα πρέπει να συν-ισχύουν. Στα θεμελιωτικά πλαίσια θα πρέπει να συνυπάρχουν τόσο η ηθική των υποχρεώσεων όσο και αυτή των δικαιωμάτων. Το δικαίωμα στην υγεία όπως ορίζεται στο Διεθνές Σύμφωνο για τα Οικονομικά, Κοινωνικά και Μορφωτικά Δικαιώματα (1966, άρθρο 12) ως «το δικαίωμα κάθε προσώπου να απολαμβάνει το υψηλότερο δυνατό επίπεδο σωματικής και ψυχικής υγείας» είναι αδιαμφισβήτητα θεμελιώδες, επισήμανε, ωστόσο, όπως όλα τα δικαιώματα διέπεται από μια κανονιστική δομή και συνδέεται με υποχρεώσεις. Παράλληλα, ισχύουν και δεσμεύσεις καθολικότητας, δηλαδή, τα δικαιώματα κάθε προσώπου πρέπει να είναι συνεπή μεταξύ τους, δηλαδή συν-ισχύουν, όλα τα (θεμελιώδη) δικαιώματα ισχύουν για όλους τους ανθρώπους και πρέπει να είναι συμβατά με την πράξη που απαιτείται για να εξασφαλισθεί ο σεβασμός τους.
Τα δικαιώματα είναι συστατικό της δικαιοσύνης, είπε η κ. Τσινόρεμα, ωστόσο συνοδεύονται από σύστοιχες υποχρεώσεις μη εξαναγκασμού, μη εξαπάτησης, απόρριψης αθέμιτης πίεσης, χειραγώγησης και πρόκλησης βλάβης και οφείλουν να συν-ισχύουν από τη σκοπιά όλων.
Αναφερόμενη στην υποχρεωτικότητα και τα μέτρα που έχουν ληφθεί τόνισε ότι είναι απαραίτητη η αξιοποίηση της τεκμηριωμένης επιστημονικής μαρτυρίας για την εκτίμηση κινδύνων και η συνεχής εκτίμηση και επανεκτίμηση των δεδομένων της κάθε περίπτωσης. Εκεί όπου υπάρχει αξιόπιστη, τεκμηριωμένη επιστημονική μαρτυρία ότι υφίσταται σοβαρός κίνδυνος βλάβης άλλων, δεν υπάρχουν ηθικά επιχειρήματα που να απαγορεύουν κάθε μορφή υποχρεωτικότητας κατά την επιβολή μέτρων προστασίας της δημόσιας υγείας στην περίοδο της πανδημίας, δήλωσε.
Ολοκληρώνοντας η κ. Τσινόρεμα επισήμανε ότι οι θεμελιώδεις ηθικές αρχές που υποβαστάζουν τον κοινό μας βίο, στο ατομικό και στο συλλογικό επίπεδο, είναι κοινές. Ο πρακτικός συλλογισμός που αξιολογεί και κατευθύνει την πράξη μας και στις δύο σφαίρες είναι συνεχής και ενιαίος. Το κανονιστικό υπόβαθρο της εναρμόνισης των δικαιωμάτων είναι οι όροι που παρέχουν τη δυνατότητα να συμβιούμε μεταξύ μας υπό συνθήκες ελευθερίας και ισότητας, αμοιβαίου σεβασμού, μέριμνας και αλληλεγγύης. Οι μεταξύ μας σχέσεις προϋποθέτουν την ισχύ αμοιβαίων υποχρεώσεων κατά την εκπλήρωση των καθηκόντων μας, και συναφώς τον αμοιβαίο σεβασμό των δικαιωμάτων μας, κατέληξε.
Από τις ακαδημαϊκές αίθουσες στην καθημερινότητα: η ανάδυση της πρακτικής βιοηθικής μέσω της πανδημίας
Τονίζοντας την ισόρροπη ισχύ αρχών και δικαιωμάτων και τη διάκριση μεταξύ δικαιώματος και συμφέροντος, ο συντονιστής της συνεδρίας κ. Βιδάλης έδωσε το βήμα στον κ. Μιχάλη Ηγουμενίδη, Επίκουρο Καθηγητή Βιοηθικής και Δεοντολογίας στο Τμήμα Νοσηλευτικής του Πανεπιστημίου Πατρών, ο οποίος μίλησε με θέμα την πρακτική βιοηθική εν μέσω πανδημίας και πώς από τις ακαδημαϊκές αίθουσες αναδύθηκε για να βρει εφαρμογή στην καθημερινότητα.
Ο τρόπος με τον οποίο η πανδημία επηρεάζει τον πλανήτη έχει αναδείξει σε έντονο βαθμό την πρακτική διάσταση της βιοηθικής, παρατήρησε ο κ. Ηγουμενίδης, μιας και πρέπει να δοθούν απαντήσεις σε πιεστικά ηθικά διλήμματα που αφορούν στο σύνολο της κοινωνίας· πολλοί περισσότεροι φορείς εμπλέκονται στη διαδικασία λήψης αποφάσεων και ορισμένοι πιο ειδικοί προβληματισμοί αποτελούν πια μέρος της καθημερινότητάς μας.
Ο κ. Ηγουμενίδης ανέλυσε τα σημεία που κατά την άποψή του συνιστούν πεδίο κριτικής όσον αφορά την πρακτική βιοηθική σήμερα. Καταρχάς, ο κλάδος της Βιοηθικής δεν θα έπρεπε να περιμένει την πανδημία για να είναι περισσότερο ενεργός σε ευρύτερα κοινωνικά ζητήματα που δημιουργούσαν ανέκαθεν υγειονομικές ανισότητες. Διευκρίνισε ότι αν και στα ΜΜΕ ακούγεται συχνά ότι ο ιός Covid-19 δεν κάνει διακρίσεις, τα διαθέσιμα επιστημονικά στοιχεία δείχνουν ότι συγκεκριμένες πληθυσμιακές ομάδες έχουν αυξημένο κίνδυνο είτε να προσβληθούν από τον ιό, είτε να νοσήσουν σοβαρά λόγω του ιού.
Κατά δεύτερον, αναφορικά με την αποτελεσματικότητα του τομέα της Βιοηθικής, ο κ. Ηγουμενίδης επισήμανε ότι αν και η πανδημία οδήγησε στην αθρόα παραγωγή άρθρων βιοηθικής, διαλογικών συζητήσεων, οδηγιών και πλαισίων καλής λειτουργίας, και τα κράτη στράφηκαν σε ειδικές επιτροπές για παροχή συμβουλών και γνωμοδοτήσεων πεδίο κριτικής αποτελεί το τελικό αποτέλεσμα όλης αυτής της παραγωγής υλικού. Επιπλέον, χρειάζονται μελέτες για να διαπιστωθεί τι λειτουργεί και τι όχι. Τρίτο θέμα προς κριτική θεώρηση που εντόπισε ο ομιλητής ήταν το αν έγινε ξεκάθαρο πότε και πού οι συνθήκες δικαιολογούσαν την εφαρμογή πρωτοκόλλων ηθικής «έκτακτης ανάγκης» (π.χ. διαλογή ασθενών, περιορισμοί ελευθερίας).
Ο παραπάνω προβληματισμός, οδηγεί σε ένα τέταρτο ζήτημα το οποίο αφορά τον σεβασμό της αυτονομίας που πρεσβεύει παραδοσιακά η Βιοηθική. Η ηθική της δημόσιας υγείας είναι πολύ πιο πατερναλιστική από την κλινική ηθική –η διαχείριση της πανδημίας υπήρξε συχνά η επιτομή του «ειδικού που ξέρει καλύτερα», υπογράμμισε.
Το πέμπτο πεδίο κριτικής, αφορά στην προσαρμογή της ακαδημαϊκής βιοηθικής στις πρακτικές ανάγκες που δημιούργησε η πανδημία. Ο ομιλητής επισήμανε ότι η πρακτική ηθική έχει δύο κύριες λειτουργίες: να παρέχει ξεκάθαρες οδηγίες για δράση και ξεκάθαρη αιτιολόγηση των δράσεων. Σε πολλές περιπτώσεις οι ηθικοί φιλόσοφοι απλά προσπάθησαν να ταιριάξουν τις προτιμώμενες θεωρίες τους στις αποφάσεις της δημόσιας πολιτικής, σχολίασε. Όσον αφορά τη δεύτερη λειτουργία και την απήχηση των επιχειρημάτων της βιοηθικής στο ευρύ κοινό, ο κ. Ηγουμενίδης σχολίασε ότι η βιοηθική δεν μπορεί να περιορίζεται σε άρθρα επιστημονικών περιοδικών και οδηγίες αναρτημένες στις ιστοσελίδες οργανισμών υγείας. Τόνισε ότι τα μέτρα δημόσιας υγείας συνάντησαν την έντονη αντίσταση ενός σημαντικού αριθμού συμπολιτών μας, οι οποίοι είχαν διαφορετικές απόψεις για το θέμα και επισήμανε ότι όσο καλά κι αν ήταν τα επιχειρήματα της βιοηθικής, δεν αρκούσαν για να τους πείσουν να τηρούν το lockdown, να φοράνε μάσκα ή να εμβολιαστούν. Σύμφωνα με τον αλγόριθμο του Julian Savulescu, το μέτρο της υποχρεωτικότητας δικαιολογείται αν η απειλή στη δημόσια υγεία είναι σοβαρή, η εμπιστοσύνη στην αποτελεσματικότητα και την ασφάλεια των εμβολίων είναι υψηλή, και οι ποινές που προβλέπονται για τη μη συμμόρφωση είναι κατάλληλα προσαρμοσμένες. Παρότι αυτά τα τρία κριτήρια πιθανότατα ισχύουν, δεν έκαναν καμία εντύπωση στους αντιεμβολιαστές, παρατήρησε ο κ. Ηγουμενίδης.
Το έκτο πεδίο κριτικής που επισήμανε αφορά στο μέλλον και έχει να κάνει με το πεδίο έκτασης των βιοηθικών προβληματισμών. Ο όρος «βιοηθική» χρησιμοποιήθηκε πιθανότατα για πρώτη φορά από τον Van Rensselaer Potter το 1970, όχι ως κλάδος της συστηματικής εφαρμοσμένης ηθικής, αλλά περισσότερο ως ένα παγκόσμιο κίνημα που θα ενίσχυε την συνειδητοποίηση της ανθρωπότητας ως προς τη σχέση και την αλληλεπίδρασή της με το φυσικό περιβάλλον και τη μακροπρόθεσμη θεώρηση των αποδεκτών τρόπων επιβίωσης του ανθρώπινου είδους σε μία υγιή βιόσφαιρα. Ενδείξεις της συσχέτισης της κλιματικής αλλαγής με την πανδημία αποτυπώνονται στη διεθνή βιβλιογραφία, και αυτό είναι ένα πεδίο που θα μας απασχολήσει στο εγγύς μέλλον, ανέφερε ολοκληρώνοντας την ομιλία του ο κ. Ηγουμενίδης.
Βιοηθική στην εποχή της πανδημίας
Στη συνέχεια τον λόγο πήρε ο κ. Νίκος Δέδες, Πρόεδρος Συλλόγου Οροθετικών Ελλάδας «Θετική Φωνή», για να δώσει τη δική του οπτική ως εκπρόσωπος συλλόγων ασθενών. Συμφώνησε με τη συσχέτιση της κλιματικής αλλαγής με την πανδημία, στην οποία αναφέρθηκε ο κ. Ηγουμενίδης, η οποία επιβεβαιώνεται και στην περίπτωση του HIV: ο ιός αυτός είναι ένα αποτέλεσμα της παρέμβασης των κοινωνιών και της σύγκρουσης με τη φύση. Πρόκειται για μία ζωονόσο που προέρχεται από την Αφρική και προέκυψε σε συνθήκες καταστροφής των δασών και αστικοποίησης.
Στην περίπτωση της Covid-19 έχουμε μια αναμενόμενη σύγκρουση ανάμεσα στις ατομικές ελευθερίες και τα δικαιώματα απέναντι στην υγεία των πολλών, αλλά και μία διαδοχή υποχρεωτικότητας και καταναγκασμού, είπε. Επισήμανε το γεγονός ότι οι ασθενείς αγκάλιασαν την υποχρεωτικότητα του εμβολιασμού των υγειονομικών.
Διαπίστωσε την έλλειψη εμπειρίας στην αντιμετώπιση της πανδημίας και συμπλήρωσε ότι θα έπρεπε να υπάρχουν επιτροπές βιοηθικής πίσω από τους κανονισμούς και τα μέτρα. Όπως και στην περίπτωση του HIV, υπάρχουν και εδώ πολύ έντονοι κοινωνικοί προσδιοριστές και για τον λόγο αυτό θα έπρεπε στην Επιτροπή των Εμπειρογνωμόνων να συμμετέχουν κι άλλες ειδικότητες των κοινωνικών επιστημών, αλλά και εκπρόσωποι των ενώσεων ασθενών, δήλωσε ο κ. Δέδες.
Η Ένωση Ασθενών Ελλάδας συμμετείχε με καμπάνια ενημέρωσης για τον γενικό πληθυσμό, επισήμανε, ωστόσο χάθηκαν ευκαιρίες μέσα στην πανδημία να υπερβούμε το πρόβλημα της εγγραμματοσύνης υγείας αλλά και της έλλειψης επιστημοσύνης σε μία μερίδα των επαγγελματιών υγείας.
Ο κ. Δέδες επικεντρώθηκε στην ανάγκη της παγκόσμιας αντιμετώπισης των πανδημιών και τόνισε ότι αν δεν φτάσουν τα εμβόλια στον παγκόσμιο Νότο θα έρθουμε σίγουρα αντιμέτωποι με καινούργιες μεταλλάξεις, που θα απομακρύνουν τον ορίζοντα της λήξης της πανδημίας. Πρέπει να γίνει από όλους αντιληπτό ότι δεν μπορούμε να αναφερόμαστε σε ανοσία κοινότητας, πόλης ή χώρας, είπε. Τα εμβόλια πρέπει να φτάσουν παντού, δωρεάν και με τον ταχύτερο δυνατό τρόπο. Χαιρέτισε τις πρωτοβουλίες για την ανοιχτή πατέντα, εάν και εφόσον αυτές είναι ειλικρινείς. Με αυτό τον τρόπο θα μειώσουμε τις επιπτώσεις της έκθεσης και της νόσησης, αλλά και την περίοδο κατά την οποία κάποιος παραμένει μεταδοτικός, ανέφερε.
Κλείνοντας την παρέμβασή του ο κ. Δέδες επισήμανε την ανάγκη της συμμετοχής της κοινωνίας συνολικά και αντιπροσωπευτικά στη λήψη των αποφάσεων αλλά και στον σχεδιασμό των πολιτικών.