Η έρευνα της Ένωσης Ασθενών Ελλάδας για την αιμοδοσία που παρουσιάστηκε σε αυτή τη συνεδρία πραγματοποιήθηκε με την συνεργασία της IQVIA, της Ένωσης Ασθενών Ελλάδας και του Εθνικού Κέντρου Αιμοδοσίας. Στόχος της να αξιολογήσει τη δωρεά αίματος στην Ελλάδα, να αποτυπώσει το πλαίσιο της εθελοντικής αιμοδοσίας και παράλληλα να αξιολογήσει τις ανάγκες και το προφίλ των εθελοντών αιμοδοτών. Τα ευρήματά της θα αποτελέσουν πολύτιμο εργαλείο για τη χάραξη πολιτικής ώστε να δημιουργηθεί ο εθελοντής αιμοδότης της επόμενης ημέρας.
Τη σπουδαιότητα της έρευνας για την αιμοδοσία υπογράμμισε με την έναρξη της συνεδρίας, ο συντονιστής κ. Γεώργιος Καλαμίτσης, Πρόεδρος του Συλλόγου Ασθενών Ήπατος Ελλάδος Προμηθέας και Πρόεδρος του Liver Patients International, πριν δώσει τον λόγο στην κ. Μαρία Τουτουδάκη, Consultant, Market Research στην IQVIA για την παρουσίαση των αποτελεσμάτων.
Η κ. Τουτουδάκη ξεκίνησε εκφράζοντας την ικανοποίηση της IQVIA για τη συνεργασία με την Ένωση Ασθενών Ελλάδας και το Εθνικό Κέντρο Αιμοδοσίας, πάνω σε ένα τόσο σημαντικό θέμα, όπως είναι η αιμοδοσία. Περιέγραψε τους στόχους της έρευνας που είναι η αξιολόγηση της δωρεάς αίματος στην Ελλάδα, η αποτύπωση του πλαισίου της εθελοντικής αιμοδοσίας και η παράλληλη αξιολόγηση του προφίλ και των αναγκών των εθελοντών αιμοδοτών, με στόχο την τελική πρόταση συγκεκριμένων δράσεων για την διαμόρφωση μίας νέας κουλτούρας αιμοδοσίας και ευαισθητοποίησης του γενικού πληθυσμού.
Περιγράφοντας την ταυτότητα της έρευνας, η κ. Τουτουδάκη ανέφερε ότι αφορούσε 300 δωρητές αίματος τουλάχιστον για μία φορά, εκ των οποίων το 56% ήταν άνδρες και το 44% γυναίκες, ο μέσος όρος ηλικίας ήταν 39-40 έτη, με πανελλαδική διασπορά. Οι συμμετέχοντες προσεγγίστηκαν μέσω ενός δομημένου ερωτηματολογίου διαδικτυακά και η μέτρηση έγινε τον Ιούλιο του 2021, εν μέσω πανδημίας γι’ αυτό και τα αποτελέσματα αποτυπώνουν εξαιρετικά την υπάρχουσα κατάσταση. Το 97% του δείγματος δήλωσε ότι έχει προχωρήσει σε δωρεά αίματος και μυελού των οστών, το 52% ότι έχει βρεθεί σε ανάγκη αίματος, το οποίο είναι εξαιρετικά σημαντικό για την αξιολόγηση της συμπεριφοράς των αιμοδοτών.
Για τις ανάγκες της έρευνας το δείγμα χωρίστηκε σε συχνούς, τυπικούς και σπάνιους αιμοδότες, όπου στην κατηγορία των σπανίων (αιμοδοσία λιγότερο από μία φορά το χρόνο) καταγράφηκε το 47% του δείγματος, στους τυπικούς (αιμοδοσία μία φορά το χρόνο) το 32% και στους συχνούς (1 φορά το εξάμηνο) το 17%, και από αυτούς το 3% μία φορά το τρίμηνο.
Τα αποτελέσματα έδειξαν τη συσχέτιση της μικρότερης ηλικίας, αλλά και του επιπέδου της εκπαίδευσης με την αυξημένη συχνότητα αιμοδοσίας, ενώ γεωγραφικά, η Θεσσαλονίκη και η περιφέρεια γενικά, εμφάνισε καλύτερες επιδόσεις απ’ ό,τι η Αττική, ανέφερε η ομιλήτρια, ενώ πέρα από την εθελοντική και την προς συγγενικό πρόσωπο αιμοδοσία, η προτροπή από το άμεσο περιβάλλον καταγράφεται σε ποσοστό 30%.
Σε ό,τι αφορά στην καταγραφή της ικανοποίησης από την τελευταία αιμοδοτική εμπειρία των συμμετεχόντων -η οποία είναι σημαντική γιατί καταγράφει τις αλλαγές σε συνθήκες πανδημίας- ο βαθμός ικανοποίησης εμφανίζεται υψηλός σε ποσοστό 90%, με τα νοσοκομεία ως κύριο χώρο, περισσότερο για την κατηγορία των σπάνιων αιμοδοτών, είπε η κ. Τουτουδάκη. Τα κριτήρια στα οποία εκφράστηκε η μεγαλύτερη ικανοποίηση ήταν η συμπεριφορά του προσωπικού και η φροντίδα κατά τη διάρκεια της διαδικασίας, ενώ τα σημεία που επιδέχονται βελτίωσης είναι τα ωράρια, ο χρόνος αναμονής και η πρόσβαση στον χώρο, ανέφερε η ομιλήτρια, ενώ στα στάδια της διαδικασίας επιδέχεται βελτίωσης η επικοινωνία με τους επαγγελματίες υγείας.
Αναφορικά με τα κίνητρα για αιμοδοσία, τα οποία ομαδοποιήθηκαν σε ιδεαλιστικά, ωφελιμιστικά και ανθρωπιστικά, στη συχνότητα της αιμοδοσίας τα ιδεαλιστικά κίνητρα φαίνεται να έχουν την υψηλότερη επίδραση, ανέφερε η κ. Τουτουδάκη, ενώ σχετικά με την πρόθεση για αιμοδοσία μέσα στο επόμενο εξάμηνο τα αποτελέσματα εμφανίζουν αυξημένη συχνότητα και πάλι σε σχέση με την ηλικία, την εκπαίδευση και τη γεωγραφική κατανομή.
Στη συσχέτιση της αιμοδοσίας με τη δωρεά οργάνων υπήρχε θετική πρόθεση στο 40% των ερωτώμενων, όμως εδώ τα άτομα μεγαλύτερης ηλικίας εμφάνισαν καλύτερες επιδόσεις, παράλληλα με τους πιο συχνούς αιμοδότες. Η ομιλήτρια σχολίασε πως αυτό παρατηρείται λόγω μεγαλύτερης εξοικείωσης και εκπαίδευσης.
Στις προτάσεις για τις βελτιώσεις της πρόθεσης για αιμοδοσία, οι ερωτώμενοι χαρακτήρισαν ως μεγάλη ανάγκη την ενημέρωση, απάντηση που αφορούσε όλα τα προφίλ, είπε η ομιλήτρια. Σε ό,τι αφορά την ερώτηση για το προτιμώμενο κανάλι επικοινωνίας, πρώτη ήρθε η τηλεόραση και μετά το διαδίκτυο, με τους νέους και την περιφέρεια να το ζητούν εντονότερα. Το καταλληλότερο πρόσωπο για τη διαχείριση αυτής της επικοινωνίας για τους νεότερους αιμοδότες είναι ένας εθελοντής ενώ για τις μεγαλύτερες ηλικίες ένας γιατρός ή άλλος επαγγελματίας υγείας.
Κλείνοντας, η κ. Τουτουδάκη εξέφρασε την ικανοποίησή της για την εκπόνηση μίας ολοκληρωμένης μελέτης, η οποία παρουσίασε σημαντικά ευρήματα με προτάσεις για στοχευμένες παρεμβάσεις.
Στον σχολιασμό του ο κ. Χρήστος Βαράκης, Διευθυντής της Ένωσης Ασθενών Ελλάδας χαιρέτισε την εμβληματική πρωτοβουλία των τριών φορέων που είχε σαν αποτέλεσμα αυτή την σημαντική έρευνα και τόνισε την συμβολή του Ε.ΚΕ.Α. που έστρεψε την έρευνα στους εθελοντές, με συστηματικό τρόπο και όχι στον γενικό πληθυσμό.
Ο κ. Βαράκης υπογράμμισε τον ιδιαίτερο ρόλο που μπορούν να παίξουν οι ασθενείς στην κινητοποίηση του γενικού πληθυσμού, με στόχο να προωθηθεί το σωστό μήνυμα. Πρέπει να δημιουργήσουμε μια διαφορετική εμπειρία για τους νέους εθελοντές αιμοδότες, επισήμανε, αλλά και στα πεδία της ενημέρωσης, της εκπαίδευσης και της εγγραμματοσύνης της υγείας που συνολικά μπορούν να δημιουργήσουν μία νέα κουλτούρα για την αιμοδοσία. Χρειάζεται να επικεντρωθούμε σε συγκεκριμένες ομάδες στόχους με καμπάνιες ενημέρωσης, τόνισε, και με αυτόν τον τρόπο θα δημιουργήσουμε τον εθελοντή αιμοδότη της επόμενης ημέρας, κατέληξε ο κ. Βαράκης.