Η αντιμετώπιση της πανδημίας στην Ελλάδα

Την εναρκτήρια ομιλία του συνεδρίου με θέμα την αντιμετώπιση της πανδημίας στην Ελλάδα, απηύθυνε η κ. Μίνα Γκάγκα, Αναπληρώτρια Υπουργός Υγείας.

Την ομιλήτρια προλόγισε ο καθηγητής Γιάννης Κυριόπουλος και πρόεδρος της Οργανωτικής Επιτροπής του Συνεδρίου, το οποίο -όπως είπε- συνεχίζεται με αμείωτο ενδιαφέρον τις τελευταίες 2 δεκαετίες με μεγάλη συμμετοχή επιστημόνων όλων των γενεών που δοκιμάζουν σε μια ανοιχτή συζήτηση τα ευρήματα από τις επιστήμες της υγείας με σκοπό την καλύτερη διαχείριση του υγειονομικού τομέα και την προαγωγή των γνώσεων σε θέματα οικονομίας και πολιτικής της υγείας. Ο κ. Κυριόπουλος κάλεσε την κ. Γκάγκα, από τη θέση της στην κυβέρνηση, αλλά και ως διακεκριμένη γιατρός, να ρίξει φως και να μειώσει την αβεβαιότητα που επικρατεί σε όλους μας εξαιτίας της μεγάλης περιπέτειας με την πανδημία Covid τα δύο τελευταία χρόνια.

Πώς ξεκινήσαμε, πού βρισκόμαστε τώρα, ποιο είναι το μέλλον

Η κ. Γκάγκα έκανε μια σύντομη αναδρομή στην ιστορία του SARS-CoV-2, COVID-19, στο πώς ξεκίνησε στην Κίνα, πότε έφτασε στην Ευρώπη το πρώτο κρούσμα (31 Ιανουαρίου 2020), την κατάσταση στην Ιταλία, τους πρώτους θανάτους, τα πρωτόκολλα triage, τις εικόνες με τα πρόχειρα νοσοκομεία μέσα σε γήπεδα, τα φέρετρα στους δρόμους, στα καμιόνια και στις εκκλησίες. «Μας πήγε 500-600 χρόνια πίσω, την εποχή της πανώλης στην Ευρώπη, αλλά και 100 χρόνια πριν στην ισπανική γρίπη». Οι πανδημίες ήταν γνωστές από την αρχαιότητα, όπως ο λοιμός της Αθήνας, η πανώλη, η φυματίωση, η ισπανική γρίπη, το AIDS, αλλά και οι μικρότερες αλλά πολύ θανατηφόρες πανδημίες των SARS, MERS, EBOLA, SARS CoV-2.

Όσον αφορά στην αντιμετώπιση των πανδημιών, η κ. Γκάγκα επισήμανε ότι χρησιμοποιούμε καταρχάς μέτρα Δημόσιας Υγείας, που σημαίνει πρόληψη με αποφυγή της επαφής, με μάσκες για τις λοιμώξεις του αναπνευστικού που μεταδίδονται από το αναπνευστικό, αποστάσεις, υγιεινή χεριών, αντισηψία και φυσικά, με τους εμβολιασμούς. Επιπλέον, υπάρχει η θεραπεία με φάρμακα, στοχευμένα όπως αντιβίωση, αντιικά και συμπτωματική θεραπεία με αντιπυρετικά, αντιφλεγμονώδη, οξυγόνο και υποστήριξη των ζωτικών λειτουργιών. Αναφέροντας ορισμένα ιστορικά παραδείγματα, η κ. Γκάγκα παρατήρησε πως τα μέτρα δημόσιας υγείας είναι εξαιρετικά σημαντικά, καθώς και τα μέτρα πρόληψης.

Το δεύτερο μέτρο είναι ο εμβολιασμός, που γνωρίζουμε εδώ και 200 χρόνια ότι λειτουργεί πάρα πολύ καλά.

Τα μέτρα πρόληψης και σε αυτή την πανδημία είναι πολύ σημαντικά, τόνισε η κ. Γκάγκα, δηλαδή, να φοράμε τη μάσκα, να κρατάμε τις αποστάσεις, να πλένουμε συχνά τα χέρια. Τα μέτρα αυτά, εκτός του ότι είναι αποτελεσματικά, έχουν και καλή σχέση κόστους – αποτελεσματικότητας. Επιπλέον, η πρόληψη είναι καλύτερη από την θεραπεία, γιατί, όπως είπε χαρακτηριστικά «δεν περνάμε την αγωνία, δεν κινδυνεύουμε…».

Όμως, τα μέτρα της Δημόσιας Υγείας δεν κάνουν καλά αυτούς που έχουν ήδη αρρωστήσει. Πρέπει να ξέρουμε από τι πάσχει ο ασθενής και να έχουμε τις κατάλληλες θεραπείες και φάρμακα, τα σωστά συστήματα και πρωτόκολλα για να τους κάνουμε καλά. Αναφέροντας το παράδειγμα του μυκοβακτηριδίου της φυματίωσης, το οποίο σκότωσε πάρα πολύ κόσμο, επισήμανε πως η διάγνωση ανακαλύφθηκε το 1890, ενώ το φάρμακο (η στρεπτομυκίνη) τόνισε ότι πέρασαν 54 χρόνια μέχρι να ανακαλυφθεί από τον S.Waksman, μόλις το 1944. Απαραίτητες είναι και οι διπλές τυφλές μελέτες που αποδεικνύουν ότι ένα φάρμακο είναι καλό, πρόσθεσε.

Πώς αντιμετωπίστηκε η πανδημία στην Ελλάδα

Η κ. Γκάγκα παρατήρησε ότι υπήρξε εγρήγορση από την πολιτεία, πάρθηκαν μέτρα νωρίς και το πρώτο lockdown πήγε καλά, με λίγες νοσηλείες. Αναφέρθηκε στις πρώτες ενέργειες στη χώρα, ήδη από το τέλος του Ιανουαρίου του 2020, όταν ορίστηκαν τα νοσοκομεία αναφοράς, τα πρωτόκολλα για το ντύσιμο, την αποβολή των μολυσματικών αποβλήτων, το πώς θα προφυλαχθεί το προσωπικό των νοσοκομείων, αλλά και οι ασθενείς, και όλες οι ενέργειες για την αντιμετώπιση του νοσήματος.

Στην αρχή, με το πρώτο κρούσμα στις 26/2 στην Θεσσαλονίκη, υπήρχε φόβος, είπε η κ. Γκάγκα. «Οι συστάσεις, οι εξετάσεις άλλαζαν συνεχώς, δεν είχαμε καταλάβει το μέγεθος του προβλήματος, ούτε φανταζόμασταν ότι θα κρατήσει 2 χρόνια». Ήταν όμως γνωστό ότι επρόκειτο για θανατηφόρο νόσημα. Έγιναν δοκιμές σε διάφορα φάρμακα, με πρωτόκολλα και χρησιμοποιήθηκαν από την αρχή κορτιζόνη και αντιπηκτικά που βοήθησαν, ενώ αφιερώθηκε χρόνος και δόθηκε έμφαση στην επικοινωνία με ασθενείς και τις οικογένειές τους. «Ενώ ξεκινήσαμε με άγχος και φόβο, αντιμετωπίζοντας τους πρώτους αρρώστους, αρχίσαμε να αισθανόμαστε μεγαλύτερη σιγουριά», επισήμανε η κ. Γκάγκα. Θύμισε ότι ενώ στο πρώτο lockdown η χώρα πήγε καλά και το πρώτο καλοκαίρι μειώθηκαν τα κρούσματα, το 2ο κύμα στην Θεσσαλονίκη ήταν έντονο, όπως και το τρίτο κύμα την άνοιξη.

Σήμερα, στο 4ο κύμα, υπάρχει τεράστια κούραση στον κόσμο και ακόμη περισσότερο στους υγειονομικούς που εργάζονται στα νοσοκομεία. Αν και σχεδόν 7.000.000 Έλληνες έχουν εμβολιαστεί, οι πολυάριθμες νοσηλείες συνδέονται με τους ανεμβολίαστους (1.500.000 – 2.000.000, μεγάλης ηλικίας άνθρωποι κυρίως), ενώ τα μέτρα δεν τηρούνται από μια σημαντική μερίδα του πληθυσμού, τόνισε η κ. Γκάγκα. Η μεγάλη πληρότητα σε μικρά και μεγάλα νοσοκομεία που νοσηλεύουν ασθενείς με Covid έχει επιπτώσεις στη λειτουργία τους, αφού αυτοί οι ασθενείς είναι πιο βαριά και χρειάζονται περισσότερο προσωπικό για τη νοσηλεία τους, πρόσθεσε.

Αν και δεν είμαστε τώρα σε lockdown, τα κρούσματα, οι νοσηλείες και οι θάνατοι είναι πολλοί. Η νέα μετάλλαξη σε συνδυασμό με τις γιορτές που έρχονται απαιτούν μεγάλη προσοχή και προφύλαξη, είπε η κ. Γκάγκα. Παράλληλα, ο εμβολιασμός που είναι πολύ σημαντικός, προχωράει καλά, τόσο η 3η δόση όσο και η 1η για όσους δεν είχαν εμβολιαστεί.

Το 4ο κύμα και ο κορωνοϊός είναι μια απειλή, αλλά και μία ευκαιρία ανασυγκρότησης, είπε η ομιλήτρια, αναφέροντας ορισμένα παραδείγματα, όπως η νέα ΜΕΘ στο «Σωτηρία», η οποία ολοκληρώθηκε σε 3 μήνες (ξεκίνησε τον Αύγουστο και παραδόθηκε τον Οκτώβριο 2020), με 50 κρεβάτια state-of-the-art. Αντίστοιχες μονάδες είδαμε στο ΚΑΤ, στο Ιπποκράτειο της Θεσσαλονίκης, αλλά και προσθήκες σε μικρότερες μονάδες με αποτέλεσμα να έχουμε πάνω από διπλάσιες ΜΕΘ στην Ελλάδα.

Συνοψίζοντας, η κ. Γκάγκα ανέφερε ότι έγιναν αναβαθμίσεις εξοπλισμών σε όλα τα νοσοκομεία, νέες ΜΕΘ, προσλήφθηκε 3.000 μόνιμο προσωπικό, επικουρικό προσωπικό (γιατί οι σημερινές ανάγκες δεν θα υπάρχουν σε 2 χρόνια, ούτε υπήρχαν πριν). Έγιναν επίσης αλλαγές στον σχεδιασμό υπηρεσιών, συνεργασία με τον ιδιωτικό τομέα, αλλά και αλλαγές στην εκπαίδευση και σε νοσηλευτικές ειδικότητες, όπως στις ΜΕΘ, καθώς και στον τρόπο που εκπαιδεύονται οι γιατροί. Για πρώτη φορά, ορίζεται χρόνος κλινικής άσκησης με 6 μήνες κλινική άσκηση μετά τα 6 χρόνια σπουδών.

Προβλήματα του ΕΣΥ – Σχεδιασμός για το μέλλον

Στη συνέχεια της ομιλίας της η κ. Γκάγκα αναφέρθηκε σε μερικά από τα προβλήματα του ΕΣΥ, επισημαίνοντας ότι από τότε που οργανώθηκε, το 1983, οι ανάγκες είναι διαφορετικές. Ενώ το προσωπικό αρχίζει πια να γερνά και συνταξιοδοτείται, οι χρονοβόρες διαδικασίες πρόσληψης δημιουργούν κενά σε θέσεις και σε προσλήψεις χωρίς αξιολόγηση και κίνητρα.

Ένα ακόμα ζήτημα είναι η εύκολη έως υπερβολική πρόσβαση στα φάρμακα από τη μια πλευρά, και το μεγάλο ποσοστό ανασφάλιστων που καλύπτονται από το ΕΣΥ από την άλλη. Ωστόσο, δεν υπάρχει επάρκεια στο δημόσιο σε ορισμένες ειδικές θεραπείες, όπως η ακτινοθεραπεία, οι μοριακοί έλεγχοι, η υποβοηθούμενη αναπαραγωγή, με αποτέλεσμα οι ασθενείς να πληρώνουν από την τσέπη τους. Μία ακόμη έλλειψη συνιστούν τα ελάχιστα κέντρα αποκατάστασης και δομές χρονίως πασχόντων.

Στη νέα οργάνωση και τον χάρτη υγείας αυτό που μας ενδιαφέρει -είπε η κ. Γκάγκα- είναι να υπάρχει φροντίδα παντού, σε κάθε σημείο της χώρας. Να υπάρχει διασύνδεση του οικογενειακού γιατρού που γνωρίζει τον άρρωστο και την οικογένειά του με 2βάθμια και 3βάθμια κέντρα και άλλες ομάδες υποστήριξης.

Κλείνοντας την ομιλία της, η υπουργός έθιξε το ζήτημα της βιώσιμης ανάπτυξης και του δεκαετούς σχεδιασμού. Σε αυτό το πλαίσιο, αναδεικνύεται η σημασία των συνεργασιών του Δημόσιου με τον Ιδιωτικό τομέα, cross appointments για κάλυψη αναγκών σε ειδικότητες ή σε επιστημονική συνέργεια. τα τμήματα που βλέπουν πολλούς ασθενείς, δίνουν καλύτερη φροντίδα και υπηρεσίες. Επίσης σημαντικό είναι να αναγνωρίζεται η πολύτιμη εμπειρία που αποκτούν τμήματα με πολλά περιστατικά, που έχει αποδειχθεί παγκοσμίως ότι παρέχουν καλύτερη φροντίδα και υπηρεσίες. «Χρειαζόμαστε σίγουρα λιγότερη γραφειοκρατία, περισσότερο έλεγχο και πιστοποιήσεις», σχολίασε.

Σε όλο αυτό το διάστημα και πριν και κατά τη διάρκεια της πανδημίας, τόνισε η κ. Γκάγκα, είμαστε εδώ για τους αρρώστους μας και το προσωπικό μας. «Είμαστε εδώ για να ακούμε γνώμες και να σχεδιάσουμε μαζί το μέλλον».