Η εμβολιαστική κάλυψη του πληθυσμού στην πανδημία

Η Covid-19 αποτελεί αναμφισβήτητα τη μεγαλύτερη κρίση δημόσιας υγείας της γενιάς μας, είπε η συντονίστρια της συνεδρίας, Καθηγήτρια Παιδιατρικής-Λοιμωξιολόγος, κ. Ιωάννα Παυλοπούλου. Ωστόσο, η εντυπωσιακή συνεργασία που αναπτύχθηκε μεταξύ των διαφόρων επιστημόνων και κυβερνήσεων για τη διασφάλιση της προστασίας του πληθυσμού οδήγησε σε ένα πρωτοφανές επίτευγμα. Μέσα σε 10 μήνες από την ανακήρυξη της πανδημίας είχαν διατεθεί περισσότερα από ένα ασφαλή και αποτελεσματικά εμβόλια και μέσα σε 12 μήνες είχαν χορηγηθεί πάνω από 8,5 δισεκατομμύρια δόσεις παγκοσμίως.

Είναι κρίμα, πρόσθεσε η κ. Παυλοπούλου, που όλη αυτή η προσπάθεια ενδέχεται να μην έχει το επιθυμητό αποτέλεσμα, εξαιτίας ορισμένων ατόμων και ομάδων που αρνούνται να εφαρμόσουν απλά μέτρα προστασίας ή αρνούνται ή διστάζουν να εμβολιαστούν.

Στη συνέχεια, η κ. Παυλοπούλου παρουσίασε τον πρώτο ομιλητή, κύριο Κωνσταντίνο Χαμπίδη, Chief Digital Officer στον Δήμο Αθηναίων, διευθυντή του γραφείου του υπουργού ψηφιακής διακυβέρνησης και υπεύθυνο για την ψηφιακή διαχείριση του προγράμματος εμβολιασμού στη χώρα μας, η επιτυχία της οποίας, όπως τόνισε η κ. Παυλοπούλου, δεν έχει αμφισβητηθεί από κανέναν μέχρι τώρα.

Ο κ. Χαμπίδης ξεκίνησε την ομιλία του με θέμα «Η εμβολιαστική κάλυψη του πληθυσμού στην πανδημία» εξηγώντας τον ρόλο που παίζουν η συγκέντρωση και ανάλυση των δεδομένων στην επίτευξη των στόχων του εμβολιασμού και στην εξυπηρέτηση των πολιτών. Ο κ. Χαμπίδης διέκρινε τέσσερα βασικά στάδια της διαδικασίας αυτής: 1) τον υπολογισμό του ρυθμού της εφοδιαστικής αλυσίδας, στη λειτουργία της οποίας αποφασιστικής σημασίας ήταν η συμβολή του ελληνικού στρατού, 2) τον υπολογισμό της δυναμικότητας των εμβολιαστικών κέντρων, 3) τη δημιουργία και την κατανάλωση των ραντεβού και 4) την ανάλυση και επαναξιολόγηση των δεδομένων σχετικά με τον εμβολιασμό.

Ο κ. Χαμπίδης παρουσίασε στη συνέχεια πληθώρα στατιστικών στοιχείων που αφορούσαν στον προγραμματισμό των ραντεβού για το άμεσο μέλλον, ανά εβδομάδα και ανά 1η, 2η και 3η δόση, στις ώρες αιχμής στη ζήτηση ραντεβού, ανά αριθμό δόσης και ανά ηλικιακή ομάδα, στην εξέλιξη των ραντεβού από τον Ιανουάριο 2021 έως σήμερα, ανά ηλικιακή ομάδα και ανά εμβόλιο και στον ρυθμό ζήτησης ραντεβού ανά ημέρα της εβδομάδας για τις τελευταίες τριάντα ημέρες, ανά ηλικιακή ομάδα και ανά αριθμό δόσης.

Η παρακολούθηση των στοιχείων αυτών επιτρέπει την αναπροσαρμογή της εφοδιαστικής αλυσίδας και του εμβολιαστικού προγράμματος και παρέχει στην ηγεσία τη δυνατότητα να δίνει προτεραιότητα σε μία εμβολιαστική ομάδα έναντι άλλων, μέσω της δημιουργίας ξεχωριστών εμβολιαστικών γραμμών, όπως συνέβη πρόσφατα για τα άτομα άνω των 60 ετών, τα οποία παρουσίασαν αυξημένη ζήτηση μετά την ανακοίνωση των τελευταίων μέτρων. Ο κ. Χαμπίδης επισήμανε επίσης πως η κατώτατη ζήτηση παρατηρήθηκε στις αρχές Αυγούστου, τις ημέρες των πυρκαγιών, οι οποίες προφανώς ανέστειλαν το ενδιαφέρον του πληθυσμού για τον εμβολιασμό.

Ο κ. Χαμπίδης τόνισε ότι τον τελευταίο μήνα σχεδόν 470.000 άτομα έκλεισαν ραντεβού για να κάνουν την πρώτη δόση. Ανεξαρτήτως του λόγου για τον οποίο πήραν αυτήν την απόφαση, ο αριθμός αυτός, σύμφωνα με τον κ. Χαμπίδη, δείχνει ότι η επιμονή της κοινωνίας και της πολιτείας στην προστασία της δημόσιας υγείας τελικά αποδίδει.

Τέλος, ο κ. Χαμπίδης παρουσίασε μια συνοπτική εικόνα της τρέχουσας κάλυψης από τον εμβολιασμό, η οποία στον ενήλικο πληθυσμό πλησιάζει το 80%. Παρατήρησε ότι δεν υπάρχουν πλέον μεγάλες διαφορές μεταξύ των διαφόρων ηλικιακών ομάδων, καθώς οι νέοι 18-25 ετών εμφανίζουν μια εντυπωσιακή προσέλευση και πλέον πάνω από το 70% των ατόμων αυτής της ομάδας έχουν λάβει και τις δύο δόσεις, ενώ τα παιδιά 15-17 ετών έχουν επίσης ένα ικανοποιητικό ποσοστό κάλυψης περίπου 50%. Έτσι, έως την ώρα της ομιλίας, 7.260.745 άτομα είχαν λάβει και τις δύο δόσεις του εμβολίου, αριθμός που έως την Πρωτοχρονιά αναμένεται να ξεπεράσει τους 7.500.000 πολίτες εάν συνυπολογιστούν τα ραντεβού που έχουν κλειστεί ήδη.

Ο κ. Χαμπίδης ολοκλήρωσε την ομιλία του τονίζοντας για μία ακόμη φορά τη σημασία της παρακολούθησης όλων αυτών των δεδομένων για τη λήψη των κατάλληλων μέτρων και αποφάσεων –τα μέτρα αυτά την τελευταία εβδομάδα εκτόξευσαν τον ρυθμό των εμβολιασμών από περίπου 25 χιλιάδες ανά ημέρα σε 110 χιλιάδες ανά ημέρα.

Η επόμενη ομιλήτρια, η κυρία Βάνα Παπαευαγγέλου, Καθηγήτρια Παιδιατρικής Λοιμωξιολογίας στο Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών και μέλος της Εθνικής Επιτροπής Εμβολιασμών και της Επιτροπής Εμπειρογνωμόνων, ξεκίνησε την ομιλία της με θέμα «Αξιολόγηση των εμβολιαστικών προγραμμάτων στη χώρα και διεθνώς», παρουσιάζοντας ορισμένα διεθνή δεδομένα σχετικά με τους εμβολιασμούς. Σύμφωνα με στοιχεία του ECDC, η Πορτογαλία και το Ηνωμένο Βασίλειο εμφανίζουν τα υψηλότερα ποσοστά εμβολιαστικής κάλυψης στην Ευρώπη, γεγονός το οποίο είχε σημαντική επίδραση κατά το τέταρτο κύμα. Για παράδειγμα, παρά την τεράστια αύξηση των κρουσμάτων που παρατηρήθηκε για πολλές εβδομάδες στο Ηνωμένο Βασίλειο μετά την εμφάνιση της μετάλλαξης Δ, δεν σημειώθηκε σημαντική αύξηση των θανάτων. Εξάλλου, δεδομένα από το Ηνωμένο Βασίλειο δείχνουν ότι ο πλήρης εμβολιασμός μειώνει πολύ την πιθανότητα θανάτου ενός ατόμου 80 ετών, εξισώνοντάς την με αυτήν ενός ατόμου 50 ετών. Αντίστοιχη είναι η εικόνα και στην Πορτογαλία, όπου η εμβολιαστική κάλυψη στα άτομα άνω των 70 ετών αγγίζει σήμερα το 100%.

Αντίθετη είναι η εικόνα που παρουσιάζουν η Ρουμανία και η Βουλγαρία, όπου η εμβολιαστική κάλυψη είναι χαμηλή και οι χώρες αυτές εξακολουθούν να εμφανίζουν υψηλά ποσοστά νόσησης από την COVID-19, αλλά και υψηλά ποσοστά θνητότητας εξαιτίας των κρουσμάτων.

Η Ελλάδα βρίσκεται λίγο κάτω από τον μέσο όρο της Ευρώπης ως προς την εμβολιαστική κάλυψη. Ο αριθμός των θανάτων είναι υψηλός και αυτό μπορεί να αποδοθεί σε μεγάλο βαθμό στην επιπέδωση του εμβολιασμού των ατόμων >65 ετών που παρατηρήθηκε στα τέλη Νοεμβρίου. Μετά τη λήψη των τελευταίων μέτρων, παρατηρείται εκ νέου αύξηση του εμβολιασμού των ηλικιωμένων, υπάρχουν όμως περιθώρια βελτίωσης στην ομάδα αυτή.

Στη συνέχεια, η κ. Παπαευαγγέλου υπογράμμισε τη σημασία της χορήγησης της 3ης δόσης, αναφερόμενη ειδικότερα στο παράδειγμα της περιφερειακής ενότητας Τρικάλων, όπου η μεγάλη αύξηση των κρουσμάτων στις ηλικίες 50 έως 65 ετών που παρατηρήθηκε γύρω στα τέλη Νοεμβρίου μπορεί να συνδεθεί άμεσα με το υψηλό ποσοστό ατόμων αυτής της ομάδας που καθυστέρησαν να λάβουν την 3η δόση.

Αναφερόμενη, τέλος, στον εμβολιασμό των εφήβων, η κ. Παπαευαγγέλου είπε πως ο εμβολιασμός των εφήβων καθυστέρησε το καλοκαίρι, αλλά ξεκίνησε πιο δυναμικά τον Σεπτέμβριο με την επιστροφή στα σχολεία και, στις 9/12/21, σχεδόν ένα στα τρία παιδιά 12-14 ετών (31,15%) και σχεδόν ένα στα δύο παιδιά 15-17 ετών (47,65%) είχε ξεκινήσει τον εμβολιασμό του, είχε λάβει δηλαδή τουλάχιστον την 1η δόση του εμβολίου.

Η κ. Παπαευαγγέλου επισήμανε επίσης τη μεγαλύτερη συχνότητα εμφάνισης κρουσμάτων στους εφήβους 13-17 ετών στη Θεσσαλονίκη, όπου το ποσοστό λήψης τουλάχιστον της 1ης δόσης του εμβολίου είναι χαμηλό (46%), σε σύγκριση με τη συχνότητα εμφάνισης κρουσμάτων στην Αττική, όπου τα αντίστοιχα ποσοστά λήψης του εμβολίου είναι υψηλότερα (φθάνουν το 68,2% στον Β.Τ. Αθηνών). Το ίδιο ισχύει και για την Αχαΐα, όπου το ποσοστό λήψης τουλάχιστον της 1ης δόσης του εμβολίου από τους εφήβους είναι 35%.

Η κ. Παπαευαγγέλου ολοκλήρωσε την ομιλία της με τη διαπίστωση ότι το εμβολιαστικό πρόγραμμα στην Ελλάδα είχε αρκετά μεγάλη επιτυχία, αλλά η τρέχουσα πρόκληση είναι η χορήγηση της 3ης δόσης, με σκοπό τη μείωση της νοσηρότητας και της θνητότητας στα άτομα μεγάλης ηλικίας (>50 ετών) και τη μείωση της διασποράς του ιού στην κοινότητα, ιδίως εν όψει της εξάπλωσης της μετάλλαξης Ο.

Επόμενος ομιλητής ήταν ο κύριος Τάκης Παναγιωτόπουλος, Ομότιμος καθηγητής Δημόσιας υγείας-υγείας παιδιού της πρώην Εθνικής Σχολής Δημόσιας Υγείας, ο οποίος ανέλυσε το θέμα «Η αντιμετώπιση της δυσπιστίας και της αντιεμβολιαστικής στάσης».

Ο κ. Παναγιωτόπουλος αναφέρθηκε αρχικά στο οξύμωρο της σημερινής κατάστασης, όπου αντιεμβολιαστές στην Ευρώπη διαδηλώνουν κατά των εμβολίων, τη στιγμή που πολίτες στη Νότια Αφρική διαδηλώνουν ζητώντας να τους δοθεί το εμβόλιο (κατ’ αναλογία με την παγκόσμια κατανομή της τροφής, όπου ο μισός πλανήτης πεινά και ο άλλος μισός είναι παχύσαρκος, όπως χαρακτηριστικά παρατήρησε ο κ. Παναγιωτόπουλος).

Η δυσπιστία κατά των εμβολίων είναι κάτι που ξεκινά από πολύ παλιά, από τις αρχές του 19ου αιώνα, όταν ομάδες ανθρώπων πίστευαν ότι ο δαμαλισμός, δηλαδή ο εμβολιασμός κατά της ευλογιάς, προσδίδει στους ανθρώπους χαρακτηριστικά αγελάδας, επειδή το υλικό του εμβολίου προερχόταν από αγελάδες. Η δυσπιστία αυτή συνεχίστηκε και τον επόμενο αιώνα.

Σύμφωνα με στοιχεία από πρόσφατες μελέτες που παρουσίασε ο κ. Παναγιωτόπουλος, το 90,0% του πληθυσμού στην Ευρωπαϊκή Ένωση έχει εμπιστοσύνη στα εμβόλια, ενώ το αντίστοιχο ποσοστό στην Ελλάδα ανέρχεται στο 92,8%. Στοιχεία του 2006 δείχνουν ότι στην Ελλάδα, ακόμη και οι γονείς που εκφράζουν σκεπτικισμό απέναντι στα εμβόλια, εμβολιάζουν παρ’ όλα αυτά τα παιδιά τους. Έτσι, στην Ελλάδα δεν υπάρχει σοβαρό αντιεμβολιαστικό πρόβλημα, υπάρχουν ωστόσο κάποια υπόγεια ρεύματα που ενδέχεται να εξελιχθούν και να δημιουργήσουν πρόβλημα στο μέλλον.

Ο κ. Παναγιωτόπουλος αναφέρθηκε επίσης σε ένα ενδιαφέρον άρθρο που δημοσιεύθηκε το 2018 στο περιοδικό Nature με αφορμή τα 100 χρόνια από την πανδημία της γρίπης. Η συγγραφέας του άρθρου δηλώνει χαρακτηριστικά: «Προβλέπω ότι η επόμενη μεγάλη πανδημία –από στέλεχος της γρίπης με υψηλή θνητότητα ή κάτι άλλο– δεν θα οφείλεται σε έλλειψη προληπτικών τεχνολογιών. Αντ’ αυτού, η συναισθηματική μόλυνση, ψηφιακά ενισχυμένη, θα μπορούσε να υπονομεύσει την εμπιστοσύνη στα εμβόλια σε τέτοιο βαθμό ώστε να αμφισβητείται η αξία τους».

Το 2019, ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας συμπεριέλαβε τη διστακτικότητα απέναντι στα εμβόλια στις δέκα μεγαλύτερες απειλές για την παγκόσμια υγεία (στην 8η θέση).

Το ζήτημα της αντιεμβολιαστικής στάσης απασχολεί εδώ και πολλά χρόνια την ιατρική κοινότητα και έχουν δημοσιευθεί πολυάριθμα άρθρα στην ιατρική βιβλιογραφία σχετικά με τις μη ορθολογικές πεποιθήσεις, τις θεωρίες συνωμοσίας ή τη διστακτικότητα απέναντι στον εμβολιασμό.

Με βάση αυτές τις πληροφορίες, ο κ. Παναγιωτόπουλος ανέλυσε εκτενώς γιατί θα πρέπει να εξεταστεί και να κατανοηθεί α) γιατί οι άνθρωποι οδηγούνται στη δυσπιστία, β) ποια είναι η εμπιστοσύνη του πληθυσμού στους θεσμούς της επιστήμης και στους θεσμούς της πολιτείας και ποιες οι ευθύνες αυτών των θεσμών που ενδέχεται να έδωσαν λαβή για έλλειψη εμπιστοσύνης, γ) πώς μπορεί να επιτευχθεί αποτελεσματική ενημέρωση, δ) ποιος είναι ο τρόπος σκέψης των αντιεμβολιαστών, ο οποίος μπορεί να οφείλεται σε παρερμηνεία των επιστημονικών δεδομένων, της θρησκευτικής πίστης, της αντίληψης περί φυσικού τρόπου ζωής και του εύρους επιρροής των ισχυρών συμφερόντων, και ε) ποιες είναι οι αντισυστημικές στάσεις που τροφοδοτούνται από όλα τα παραπάνω.

Ολοκληρώνοντας την ομιλία του, ο κ. Παναγιωτόπουλος επισήμανε ότι για την αντιμετώπιση της σημερινής κατάστασης θα πρέπει άμεσα να γίνουν μελέτες για την κατανόηση των αντιλήψεων και των στάσεων, να αποφευχθούν οι αντιφάσεις και οι επικοινωνιακές υπερβολές, να εξηγηθεί στον κόσμο σε ποια λογική βασίζονται οι αλλαγές στις συστάσεις, να αποφευχθεί ο διδακτισμός και να οριστούν διαδικασίες ευρείας συστηματικής ενημέρωσης του πληθυσμού. Για την αποφυγή σοβαρών προβλημάτων στο μέλλον, θα πρέπει να καλλιεργηθούν ο επιστημονικός τρόπος σκέψης και η επιστημονική μέθοδος, να βγει από το απυρόβλητο ο ανορθολογισμός, να εξοικειωθεί το γενικό κοινό με τις έννοιες της εξελικτικής βιολογίας και να προαχθεί η ανεξαρτησία των επιστημονικών οργάνων και θεσμών.

Ο τελευταίος ομιλητής, κύριος Παναγιώτης Γαργαλιάνος-Κακολύρης, MD, PhD, Παθολόγος-Λοιμωξιολόγος, Διευθυντής Παθολογικής-Λοιμωξιολογικής Κλινικής, Ιατρικό Κέντρο Αθηνών, Μέλος Επιτροπής Αντιμετώπισης Εκτάκτων Συμβάντων Δημόσιας Υγείας, ανέλυσε τις «Προϋποθέσεις για την επίτευξη ανοσίας στον πληθυσμό».

Ο κ. Γαργαλιάνος ξεκίνησε την ομιλία του θέτοντας το ερώτημα κατά πόσο μπορούμε στην παρούσα κατάσταση να μιλάμε για επίτευξη ανοσίας ή για μια νέα κανονικότητα. Για να το εξηγήσει αυτό, αντιπαρέβαλε τον ιό SARS-CoV-2 με τον ιό της ιλαράς, ο οποίος είχε απασχολήσει επί μακρόν τον παγκόσμιο πληθυσμό στο παρελθόν και ο οποίος σήμερα έχει περιοριστεί σε τοπικές επιδημικές εκρήξεις που υποχωρούν χωρίς να ξεκινά επιδημία ιλαράς, χάρη στον εμβολιασμό των παιδιών με το MMR, που στις ΗΠΑ φθάνει ποσοστό 90% στα παιδιά έως δύο ετών.

Αντιθέτως, η επίτευξη συλλογικής ανοσίας έναντι της νόσου COVID-19 σήμερα εμποδίζεται από διάφορους παράγοντες, σημαντικότερος εκ των οποίων είναι η παγκοσμιοποίηση, σε συνδυασμό με τις δραματικές διαφορές στην εμβολιαστική κάλυψη μεταξύ ανεπτυγμένων και αναπτυσσόμενων χωρών, αλλά και μεταξύ διαφόρων ομάδων πληθυσμού εντός μίας χώρας. Για παράδειγμα, στις αρχές του Δεκεμβρίου 2021, το ποσοστό των ατόμων που είχαν λάβει τουλάχιστον μία δόση του εμβολίου ήταν 99% στα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα και 2,6% στην Τανζανία. Άλλοι παράγοντες είναι το ύψος και η διάρκεια της ανοσιακής απάντησης, οι επαναλοιμώξεις, η επίτευξη γενικού εμβολιασμού (παιδιών και ενηλίκων), η ανοσιακή απάντηση των ευάλωτων πληθυσμών και, τέλος, η διαθεσιμότητα δραστικών φαρμάκων που δεν επηρεάζουν τον ρυθμό μετάλλαξης του ιού.

Εξαιτίας των παραγόντων αυτών, στην περίπτωση της COVID-19 δεν μπορούμε να επιτύχουμε υψηλό επίπεδο συλλογικής ανοσίας ούτε μέσω της φυσικής νόσησης ούτε μέσω του εμβολίου. Αυτό που μπορούμε να επιτύχουμε είναι η προστασία του μεγαλύτερους μέρους, αν όχι του συνόλου του πληθυσμού μιας δεδομένης γεωγραφικής περιοχής και για συγκεκριμένη χρονική περίοδο.

Οι νέες μολύνσεις από ποικιλίες μεταλλαγμένων στελεχών δημιουργούν νέα δεδομένα σχετικά με την επίτευξη συλλογικής ανοσίας. Η αύξηση του R0 και η πτώση της ανοσογονικότητας που προκαλούν τα μεταλλαγμένα στελέχη καθιστούν τον στόχο της συλλογικής ανοσίας σχεδόν άπιαστο όνειρο, τουλάχιστον στην παρούσα φάση. Αυτό, ωστόσο, δεν σημαίνει ότι οι εμβολιασμοί δεν είναι απαραίτητοι, δεδομένου ότι μειώνουν τον συνολικό αριθμό λοιμώξεων.

Στο σημείο αυτό, μεγάλη πρόκληση αποτελούν η κατάλληλη ενημέρωση του πληθυσμού προκειμένου να πειστεί για την αναγκαιότητα των εμβολίων, η επέκταση του εμβολιασμού στα παιδιά και το ζήτημα των επαναλοιμώξεων σε άτομα που είτε έχουν ήδη νοσήσει είτε έχουν εμβολιαστεί.

Αυτό στο οποίο μπορούμε, λοιπόν, να ελπίζουμε δεν είναι να επιτύχουμε υψηλό επίπεδο συλλογικής ανοσίας, αλλά μια νέα κανονικότητα, με χαμηλό αριθμό σοβαρών κρουσμάτων και θανάτων. Μπορούμε να ελπίζουμε στην ενδημικότητα του ιού, με σταθερά επίπεδα μολυσματικότητας σε έναν πληθυσμό, χωρίς εξωτερικές εισαγωγές, όπως ισχύει για τον ιό της ανεμευλογιάς.

Οι προϋποθέσεις για την επίτευξη ενδημικότητας σχετίζονται με τη σταθερότητα του αριθμού των κρουσμάτων, τη βαρύτητα των κρουσμάτων, τον απαιτούμενο χρόνο για την επίτευξη οποιασδήποτε κατάστασης σταθερότητας, την εξέλιξη του ιού και την απουσία διαφυγής του ιού από τα εμβόλια, η οποία θα οδηγούσε σε φθίνουσα ανοσία του πληθυσμού.

Ο κ. Γαργαλιάνος επισήμανε επίσης ότι η αναγκαιότητα της τρίτης δόσης δεν σχετίζεται μόνο με την επαναφορά των αντισωμάτων, αλλά και με το φαινόμενο antibody affinity maturation, την ωρίμανση δηλαδή των αντισωμάτων, η οποία τους παρέχει την ικανότητα να προσδένονται και να εξουδετερώνουν τα εκάστοτε στελέχη του παθογόνου, όπως ελπίζουμε να συμβεί και στην περίπτωση της Όμικρον.

Ανέφερε, τέλος, ότι οι ειδικοί του CDC δεν ορίζουν πλέον την επιτυχία ως την επίτευξη ενός συγκεκριμένου επιπέδου εμβολιασμού, αλλά ως την επίτευξη χαμηλών επιπέδων νέων λοιμώξεων και θανάτων για μεγάλη χρονική περίοδο, ενώ τόνισε τη σημασία της αξιολόγησης κινδύνου (risk assessment).