Η επιδημιολογική κατάσταση της Covid 19 και οι προοπτικές εξόδου από την πανδημία

Την αναγκαιότητα και τη σημασία της επιδημιολογικής παρακολούθησης, μέσα από πολλαπλές διαστάσεις, για την πορεία της πανδημίας, τον σχεδιασμό εντοπισμένων δράσεων αλλά και τις προβλέψεις για τον ορίζοντα εξόδου από αυτήν, αναδεικνύει η συγκεκριμένη συνεδρία, δίνοντας μία αναλυτική εικόνα όλων των δεδομένων τα οποία κρίνονται, σε αυτές τις συνθήκες απαραίτητα για την προστασία της Δημόσιας Υγείας.

Με την έναρξη της συνεδρίας από το προεδρείο, ο κ. Σωτήρης Τσιόδρας, Καθηγητής Παθολογίας – Λοιμωξιολογίας, Ιατρική Σχολή, Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών υπογράμμισε την σημασία των δεδομένων για την παρακολούθηση όλων των διαστάσεων της πανδημίας, προσβλέποντας σε μία ιδιαίτερα σημαντική συζήτηση, ενώ ο κ. Άγγελος Χατζάκης, Καθηγητής Επιδημιολογίας και Προληπτικής Ιατρικής, Εργαστήριο Υγιεινής, Επιδημιολογίας και Ιατρικής Στατιστικής, Ιατρική Σχολή, Ε.Κ.Π.Α., τόνισε το επίκαιρο του θέματος, παρομοιάζοντας την πανδημία με μία κινούμενη άμμο, η οποία επιφυλάσσει εκπλήξεις, με τα δεδομένα να συλλέγονται στην πορεία και να διαμορφώνουν τις προβλέψεις για την έξοδο.

Μετά τον εισαγωγικό σχολιασμό, ο λόγος δόθηκε στην κ. Φλώρα Κοντοπίδου, Παθολόγο -Λοιμωξιολόγο, Υπεύθυνη Γραφείου Νοσοκομειακών Λοιμώξεων και Μικροβιακής Αντοχής, ΕΟΔΥ για να αναπτύξει την επιδημιολογική επιτήρηση της Covid-19 στην Ελλάδα. Η κ. Κοντοπίδου αφού υπογράμμισε τον ρόλο του ΕΟΔΥ σε αυτό το εγχείρημα και τις προκλήσεις που αντιμετωπίστηκαν μέσα από τις συνεχείς αλλά απαραίτητες προσθήκες αντικειμένων και δραστηριοτήτων, προχώρησε στην αποτύπωση των δεδομένων για την 48η εβδομάδα, η οποία είναι η τελευταία εβδομάδα επιτήρησης σε ευρωπαϊκό επίπεδο. Σύμφωνα με αυτά, η Ευρώπη έχει περάσει σε υψηλότερο επίπεδο κινδύνου 8,3 στα 10, ενώ 9 ευρωπαϊκές χώρες έχουν αυξητική τάση στα κρούσματα και 17 στους θανάτους. Σε αυτή τη χρονική στιγμή, η Ελλάδα δείχνει ότι σε ό,τι αφορά τόσο στα κρούσματα όσο και στους θανάτους, βρίσκεται σε μία σταθεροποιητική φάση, εμφανίζοντας μία μικρή ύφεση.

Μέσα από τους χάρτες της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, η Ελλάδα εμφανίζεται λίγο πιο πάνω από τον μέσο ευρωπαϊκό όρο με 805,4/100.000 κατοίκους στα κρούσματα, ενώ σε σχέση με τους ελέγχους βρίσκεται στην 3η θέση με 44.317 tests/ 100.000 κατοίκους και επίσης στην 3η θέση σε ό,τι αφορά τη θετικότητα με 0,9, ανέφερε. Συνολικά στην Ευρώπη, αυτή τη στιγμή υπάρχει μία αυξητική τάση σε όλους τους βασικούς δείκτες, κρούσματα, θάνατοι, θετικότητα και testing, η οποία αφορά όλες τις ηλικιακές ομάδες, σε αντίθεση με το καλοκαίρι, όπου η ομάδα των εφήβων έδειξε μία αυξητική τάση, τόνισε η κ. Κοντοπίδου, εκφράζοντας την ελπίδα η μικρή ύφεση που παρουσιάζεται στην Ελλάδα σήμερα να συνεχιστεί. Την 48η και 47η εβδομάδα επιτήρησης η Ελλάδα έχει πέσει από το επίπεδο του πολύ υψηλού κινδύνου στο επίπεδο του υψηλού και αυτό είναι μία επιδημιολογική ανάσα για τη χώρα, ανέφερε.

Περιγράφοντας την εξέλιξη των κυμάτων της πανδημίας, αναφέρθηκε στην επικράτηση της Α στο τρίτο κύμα και την πλήρη επικράτηση της Δέλτα στο τέταρτο κύμα που περνάμε σήμερα, με κλινική συμπτωματολογία στο 86,31% των ενηλίκων και 80% στα άτομα μέχρι 17 ετών. Τα ποσοστά των εφήβων παρουσίασαν το καλοκαίρι μια αυξητική τάση με ποσοστά 27-30%, ενώ τώρα υπάρχει μία σταθεροποίηση, έως και ύφεση, ενώ τώρα τα ποσοστά κινούνται στο 25-27%, με έμφαση των επιπτώσεων στις ηλικίες 10-14 ετών, ανέφερε.

Η περαιτέρω ανάλυση των επιπτώσεων ανά περιφέρεια σε παιδιά και εφήβους, έδειξε ότι σε περιφέρειες με ποσοστό εμβολιασμού άνω του 55%, όπως στην Αττική και την Κρήτη σε σχέση με άλλες περιφέρειες, όπως η Δυτική Μακεδονία και η Θεσσαλία με χαμηλότερα ποσοστά εμβολιασμού, οι επιπτώσεις σε παιδιά και εφήβους είναι σημαντικά μεγαλύτερη, μια και η ενδοοικογενειακή διασπορά είναι η κύρια αιτία της μεταφοράς από και προς τις σχολικές μονάδες, τόνισε. Η σύγκριση ανάμεσα στην 48η εβδομάδα του 2020 με το 2021 δείχνει την μετατόπιση του φορτίου προς τις νεότερες ηλικίες, υπογράμμισε, το οποίο είναι επιθυμητό και αποτέλεσμα του εμβολιασμού.

Η κ. Κοντοπίδου αναφερόμενη στους σκληρούς δείκτες νοσηρότητας σε σχέση με τις νέες διασωληνώσεις ανάλογα με τον αριθμό των κρουσμάτων, τόνισε ότι είναι χαμηλές και αυτό είναι ένα σίγουρο αποτέλεσμα που αφορά τον εμβολιασμό, επισήμανε τους παράγοντες κινδύνου για διασωλήνωση αλλά και θάνατο, που παραμένουν τα καρδιαγγειακά νοσήματα και τα μεταβολικά σύνδρομα όπως ο διαβήτης και η παχυσαρκία, ενώ οι άνδρες παραμένουν σε υψηλότερο κίνδυνο και σε μικρότερες ηλικίες σχετικά με τις γυναίκες. Υπογράμμισε το γεγονός ότι ο δείκτης των θανάτων σε σχέση με τις νέες νοσηλείες είναι χαμηλότερος από τον Νοέμβριο του 2020, ενώ το case fatality είναι χαμηλό σε ποσοστό 2%, τονίζοντας ότι σύμφωνα με το ECDC οι χώρες με επίπεδο εμβολιασμού άνω του 70% έχουν πολύ χαμηλότερο δείκτη θνησιμότητας σε σχέση με αυτές κάτω του 70, η Ελλάδα αυτή τη στιγμή βρίσκεται στο 72% ανέφερε.

Έκανε ιδιαίτερη αναφορά σε μελέτη που διεξήχθη σε 10 χώρες σε Μονάδες Φροντίδας Ηλικιωμένων, με τη συμμετοχή της Ελλάδας και στην οποία φαίνεται ότι παρά τον αυξημένο αριθμό συρροών το τελευταίο τρίμηνο η θνητότητα από το 16% το 2020, έπεσε στο 7,8% -και παρόλο που το Νοέμβριο οι συρροές ήταν 4πλάσιες- ως αποτέλεσμα του εμβολιασμού.

Ολοκληρώνοντας την παρουσίαση του επιδημιολογικού προφίλ της χώρας, η κ. Κοντοπίδου αναφέρθηκε στη μεγάλη αλλαγή που έφερε η μετάλλαξη Δέλτα, καθώς και στα 5 περιστατικά της Όμικρον στην Ελλάδα σε σχέση με τα 200 περιστατικά στο σύνολο της Ευρώπης. Τόνισε επίσης, πως σε ό,τι αφορά στις εγκύους και στις λεχωίδες, στα 223 περιστατικά των εμβολιασμένων δεν σημειώθηκε καμία διασωλήνωση και κανένας θάνατος, ενώ υπογράμμισε καταλήγοντας ότι τα δύο κρούσματα στη χώρα που εμφάνισαν τρεις επαναλοιμώξεις, χρήζουν περαιτέρω διερεύνησης το επόμενο διάστημα

Το προεδρείο έδωσε κατόπιν τον λόγο στον κ. Δημήτρη Θάνο, Ερευνητή Α’, Πρόεδρο Επιστημονικού Συμβουλίου, ΙΙΒΕΑΑ για την αποτίμηση της συμβολής της γονιδιωματικής επιτήρησης στην αντιμετώπιση της Covid-19. Ο κ. Θάνος ξεκινώντας από τη ρήση του Δρ Antony Fauci ότι «Αναμένουμε το μη αναμενόμενο» προχώρησε εξηγώντας ότι η εμφάνιση της Δέλτα και της Όμικρον απλά το επιβεβαιώνουν. Τόνισε ότι η αλληλεπίδραση της πρωτεΐνης ακίδας (spike protein) με τον υποδοχέα είναι το σημείο που για τα τελευταία δύο χρόνια συγκεντρώνει το ενδιαφέρον, μιας και συνδέεται άμεσα με τη εξέλιξη του κορωνοϊού, αυξάνει τη μεταδοτικότητα αλλά και την αλληλεπίδραση με τα αντισώματα είτε τα θεραπευτικά , είτε αυτά που προκύπτουν από τη νόσηση. Οι μεταλλάξεις των ιών είναι μέσα στη διαδικασία της φυσικής επιλογής, μέσα από τη Δαρβινική θεωρία και για την ακρίβεια, ο κορωνοϊός μεταλλάσσεται με τη μισή συχνότητα από αυτήν του ιού της γρίπης και με το ¼ της συχνότητας του HIV. Η RNA-πολυμεράση που διαθέτει ο κορωνοϊός για αυτοδιόρθωση, του δίνει τη δυνατότητα μετά την είσοδό του στο κύτταρο να παραγάγει εκατοντάδες ή και χιλιάδες κορωνοϊούς, που να μην είναι κλώνοι του αρχικού ιού αλλά παραλλαγές του, ανέφερε, και όσο συνεχίζεται η διασπορά του στην κοινότητα, θα μεταλλάσσεται για να προσαρμόζεται καλύτερα, υπογράμμισε.

Βιώνουμε μία εξελισσόμενη απειλή από το στέλεχος Άλφα, στο Δέλτα και τώρα στο Όμικρον, ανέφερε και με τον σκεπτικισμό που υπάρχει σήμερα για τον εμβολιασμό ίσως και δεν θα επιτύχουμε την ανοσία της αγέλης, όμως, μέσω της ανοσίας που επιτυγχάνεται διά μέσου των μολύνσεων και των εμβολιασμών μπορεί ο ιός να οδηγηθεί σε καλύτερη προσαρμογή. Η Όμικρον αποτελεί μία καμπή στην εξέλιξη του ιού, όμως στη Βιολογία, αντίθετα με τη Φυσική, δεν μπορούμε να κάνουμε ασφαλείς προβλέψεις, υπογράμμισε. Η εξελικτική πορεία του ιού αυτή τη στιγμή μάς είναι άγνωστη, τόνισε ο ομιλητής, και μπορεί να καταλήξει είτε σε ένα απλό κρύωμα είτε σε κάτι που ακόμη δεν γνωρίζουμε.

Στη συνέχεια, ο κ. Θάνος επικεντρώθηκε στους παράγοντες που καθιστούν αναγκαία τη γονιδιωματική επιτήρηση των στελεχών του ιού, αναφέροντας την ανίχνευση των στελεχών που προκαλούν μεγαλύτερη διασπορά, αυτών που δεν μπορούμε να ανιχνεύσουμε με συνηθισμένες μεθόδους, όσων έχουν μειωμένη ευαισθησία σε θεραπευτικές μεθόδους, φυσική ανοσία και εμβολιασμούς.

Αναφέρθηκε στην ίδρυση του Εθνικού Δικτύου Γονιδιωματικής Επιτήρησης στις 22 Ιανουαρίου του 2021, όπου δείγματα από όλη την Ελλάδα αποστέλλονται στο ΙΙΒΕΑΑ για αλληλούχηση, ενώ από το τέλος Μαρτίου τα δείγματα της Βόρειας Ελλάδας στέλνονται στο ΕΚΕΤΑ στη Θεσσαλονίκη, υπό την αιγίδα του ΕΟΔΥ, δημιουργώντας ένα πρωτόγνωρο για τα ελληνικά δεδομένα, δίκτυο, το οποίο μέχρι σήμερα έχει εξετάσει ένα σύνολο 40.000 περίπου γονιδιωμάτων, με ιδιαίτερη βαρύτητα κατά τη διάρκεια της τουριστικής περιόδου στις περιοχές με τον πιο αυξημένο όγκο τουριστικών ροών.

Ο ομιλητής περιέγραψε ακόμη τη δυναμική της πανδημίας της Covid-19 στην Ελλάδα αναφέροντας την τελική παντελή επικράτηση της Δέλτα μετάλλαξης στο 4ο κύμα, ενώ στο πρώτο και το δεύτερο υπήρχε μία πληθώρα στελεχών και στο τρίτο υπήρξε επικράτηση της Άλφα και του λανθασμένα επονομαζόμενου Αθηναϊκού στελέχους Β1.1.318. Παρόλη την παροδική αύξηση τής Β τον Ιούλιο, όπου από 80- 90 κρούσματα φτάσαμε σε δύο εβδομάδες στα 500, το φαινόμενο κάμφθηκε από την επικράτηση της Δέλτα. Χωρίς την επικράτηση της Δέλτα η Β1.1.318 θα είχε επικρατήσει έναντι της Άλφα. Αναφέρθηκε επίσης και στην αποτελεσματικότητα του πρώτου lockdown, όπου εξαιτίας της αναστολής των μετακινήσεων, τα κρούσματα αλλά και το γονιδίωμά τους, είχε μόνο τοπικό χαρακτήρα.

Ο κ. Θάνος παρουσίασε 15.000 γονιδιώματα της μετάλλαξης Άλφα, τα οποία είχαν 6 κύριες παραλλαγές, καθώς και την κατάσταση της μετάλλαξης Δέλτα μέσα από 11.000 γονιδιώματα με 95 υποστελέχη, με τις διαδρομές διασποράς τους από και προς τη χώρα.

Κλείνοντας, αναφέρθηκε στη μετάλλαξη Όμικρον, η οποία διαθέτει 32 μεταλλάξεις στην πρωτεΐνη ακίδα, 10 εκ των οποίων στην περιοχή του υποδοχέα και αφορούν αυξημένη μεταδοτικότητα και διαφυγή ανοσίας αλλά και αύξηση των επαναμολύνσεων.

Στη συνέχεια, το προεδρείο έδωσε το λόγο στον κ. Χρήστο Χατζηχριστοδούλου, Καθηγητή Υγιεινής και Επιδημιολογίας, Τμήμα Ιατρικής, Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας για να αναλύσει τον επιπολασμό της φυσικής λοίμωξης στην Ελλάδα. Ο ομιλητής επικεντρώθηκε στην ανάλυση της εκτίμησης της βάσης της πυραμίδας, μια και συνήθως όταν μιλάμε για την επιδημιολογική επιτήρηση επικεντρωνόμαστε στην κορυφή της. Σήμερα μιλάμε για 1 εκ. κρούσματα και 18.500 θανάτους, με προοπτική να φτάσουμε τους 20.000 μέχρι το τέλος του χρόνου, επισήμανε. Εστίασε κυρίως στην οροεπιδημιολογία και την ορο-επιτήρηση, η οποία και στην περίπτωση της Covid-19 επικεντρώνεται στην παρακολούθηση των IgM και των IgG αντισωμάτων, επισημαίνοντας ότι οι ασυμπτωματικοί έχουν πολύ χαμηλότερα IgG αντισώματα από τους συμπτωματικούς, ενώ ταυτόχρονα μετά τις 8 εβδομάδες ο τίτλος αυτών των αντισωμάτων πέφτει και για τις δύο κατηγορίες, περισσότερο για τους ασυμπτωματικούς, σε ποσοστό 40%.

Η ουσιαστική έρευνα, είπε ο ομιλητής, επικεντρώθηκε στην ανάλυση των μαθηματικών μοντέλων που μπορούν να αξιοποιήσουν όλες τις παραμέτρους. Παρουσίασε μία συγκριτική μελέτη όλων των ορολογικών μεθόδων με επίκεντρο την ευαισθησία και την ειδικότητά τους. Η κατάληξη ήταν ότι η μέθοδος της Abbot είχε καλύτερη ειδικότητα με ελαφρά χαμηλότερες επιδόσεις σε σχέση την ευαισθησία με αυτές της Elisa, όπου σε πρώτη φάση με τον χαμηλό επιπολασμό, η ειδικότητα είχε μεγαλύτερη βαρύτητα ενώ σήμερα η ευαισθησία αξιολογείται διαφορετικά, διευκρίνησε.

Κατόπιν, ο κ. Χατζηχριστοδούλου παρουσίασε μια κυλιόμενη οροεπιδημιολογική μελέτη για την Covid-19 στην Ελλάδα, χωρισμένη σε δύο τμήματα, προ και μετά του εμβολίου, με ένα δείγμα στρωματοποιημένο γεωγραφικά, από εναπομείναντες ορούς (περίπου 55.000) μέχρι τον Δεκέμβριο του 2020, καθώς η μελέτη των δειγμάτων μετά τον εμβολιασμό δεν έχει ολοκληρωθεί ακόμη. Στα αρχικά αποτελέσματα της μελέτης υπήρχε πολύ χαμηλός επιπολασμός και σε αυτή τη φάση, ένα κρούσμα αντιστοιχούσε σε 10 περιπτώσεις. Στο επόμενο διάστημα και μέχρι τον Αύγουστο του 2020, ένα κρούσμα αντιστοιχούσε σε 5 περιπτώσεις, υπογράμμισε. Την ίδια στιγμή, το Infection Fatality Rate, που είναι ένας πιο ακριβής δείκτης σε σχέση με τα κρούσματα και τους θανάτους, ήταν στο 0,5 κοντά στα διεθνή πρότυπα, ανέφερε. Στα αποτελέσματα της μελέτης και σε ό,τι αφορά στην ηλικιακή κατανομή, εμφανίστηκε ότι η ηλικιακή κατανομή που οδηγεί την πανδημία είναι αυτή των 19-29, ενώ οι αστικές περιοχές εμφανίζουν μεγαλύτερο επιπολασμό σε σχέση με τις ημιαστικές και τις αγροτικές. Ταυτόχρονα, ο τουρισμός δεν σχετίζεται με το δεύτερο κύμα της πανδημίας, σύμφωνα με τα δεδομένα που μετρήθηκαν στην Κρήτη για αυτή την περίοδο. Με βάση όλες αυτές τις παραμέτρους και τις κατάλληλες διορθώσεις ο εκτιμώμενος επιπολασμός βρίσκεται στο 11% τον Δεκέμβριο του 2020, κατέληξε ο κ. Χατζηχριστοδούλου συνοψίζοντας τα ευρήματα της μελέτης.

Το προεδρείο έδωσε μετά το λόγο στον κ. Θεόδωρο Λύτρα, Ιατρό Εργασίας, Επιδημιολόγο, Ε.Ο.Δ.Υ., ο οποίος ανέλυσε την αποτελεσματικότητα των εμβολίων της Covid-19, έναντι βαριάς νόσου και θανάτου στην Ελλάδα, ο οποίος καταρχάς τόνισε ότι η απλή σύγκριση των αποτελεσμάτων των δεικτών νόσησης και θανάτου ανάμεσα σε εμβολιασμένους και ανεμβολίαστους είναι παραπλανητική και υποτιμά το όφελος του εμβολιασμού κυρίως για δύο λόγους. O πρώτος αφορά τον παρανομαστή του κλάσματος που δεν υπολογίζει τη συμμετοχή των ανεμβολίαστων στην παραγωγή νέων κρουσμάτων, ενώ ο δεύτερος δεν συνυπολογίζει την επίδραση της ηλικίας στην επικινδυνότητα. Ο κ. Λύτρας όρισε ταυτόχρονα ως αποτελεσματικότητα τη μείωση του κινδύνου για θάνατο ή διασωλήνωση.

Το χρονικό διάστημα διεξαγωγής της μελέτης ήταν η αρχή της χρονιάς μέχρι και τις 8/12 και το δείγμα ο συνολικός πληθυσμός της χώρας 15 ετών και άνω, ενώ τα περιστατικά της μελέτης αφορούσαν τις περιπτώσεις θανάτου και διασωλήνωσης εξαιτίας της Covid-19. Οι πληροφορίες συνελέγησαν από όλα τα διαθέσιμα μητρώα και χρησιμοποιήθηκε η παλινδρόμηση Poison ώστε να υπολογιστεί το πηλίκο της έκβασης με βάση παράγοντες όπως η ηλικία, το χρονικό σημείο της πανδημίας, ο εμβολιασμός, η διάδραση ηλικίας εμβολιασμού, ο χρόνος του εμβολιασμού και ο επιπολασμός της μετάλλαξης Δέλτα, σε σχέση με την προ Δέλτα εποχή.

Τα αποτελέσματα έδειξαν ότι οι θάνατοι, σταθμίζοντας όλους τους παραπάνω παράγοντες ήταν 1/4 ανάμεσα σε εμβολιασμένους και ανεμβολίαστους, στις περιπτώσεις όμως και των τριών δόσεων ο κίνδυνος θανάτου ήταν μηδαμινός σε σχέση με αυτό των ανεμβολίαστων, ανέφερε ο κ. Λύτρας. Η διόρθωση της παλινδρόμησης Poison έβαλε μέσα στην εξίσωση την ηλικιακή προσέγγιση σύμφωνα με την οποία ένα άτομο 80 χρονών κινδυνεύει 28 φορές περισσότερο από ένα 50χρονο σε σχέση με τον θάνατο, ενώ σε ό,τι αφορά τη διασωλήνωση ο κίνδυνος πέφτει στις μεγαλύτερες ηλικίες αντανακλώντας την επιλογή των κλινικών να μην υποβάλλουν ανθρώπους μεγάλης ηλικίας στη διαδικασία, ανέφερε ο κ. Λύτρας. Υπάρχει μεγάλη αποτελεσματικότητα έναντι του κινδύνου του θανάτου με τις δύο και τρεις δόσεις, χωρίς μειώσεις λόγω της μετάλλαξης Δέλτα, ενώ υπάρχει μία μικρή αλλά σημαντική μείωση της αποτελεσματικότητας σε σχέση με τον χρόνο, η οποία αντισταθμίζεται με την τρίτη δόση, τόνισε. Σε ό,τι αφορά τα εμβόλια υπάρχει μία υπεροχή των mRNA εμβολίων με το μονοδοσικό εμβόλιο της Johnson & Johnson να προσφέρει έναντι του κινδύνου του θανάτου αποτελέσματα ανάλογα με μία δόση ενός mRNA εμβολίου. Αντίστοιχα είναι και τα αποτελέσματα σε σχέση με τον κίνδυνο της διασωλήνωσης. Από τα συμπεράσματα της έρευνας προκύπτει ότι μέχρι και σήμερα ο εμβολιασμός έχει αποτρέψει 15.000 θανάτους και 10.000 διασωληνώσεις, κατέληξε ο κ. Λύτρας.

Τον λόγο έλαβε στη συνέχεια η κ. Βάνα Σύψα, Αναπληρώτρια Καθηγήτρια Επιδημιολογίας και Ιατρικής Στατιστικής, Εργαστήριο Υγιεινής, Επιδημιολογίας και Ιατρικής Στατιστικής, Ιατρική Σχολή, Ε.Κ.Π.Α., για να αναλύσει την πρόθεση του εμβολιασμού έναντι του Sars-Cov-2 στη χώρα, τη μεταβολή της μέσα στην πανδημία και το προφίλ αυτών που διστάζουν.

Η κ. Σύψα ανέφερε ότι διστακτικότητα απέναντι στους εμβολιασμούς υπήρχε πάντα και απέναντι σε κάθε νέο εμβόλιο, ορμώμενη είτε από καθυστέρηση, είτε από άρνηση. Το πιο βασικό μοντέλο που προσπαθεί να περιγράψει αυτή την διστακτικότητα, ανέφερε η κα Σύψα είναι τα 3C -Complacency, Confidence, Convenience-, που περιγράφουν από τους πιο απλούς λόγους μετακίνησης ή υποεκτίμησης του κινδύνου της νόσου μέχρι πιο σύνθετους, όπως αυτόν της εμπιστοσύνης απέναντι σε θεσμούς, οργανισμούς και κράτος που προωθούν τη διαδικασία. Τα γενικά ποσοστά της χώρας είναι στο 77,7% στον ενήλικο πληθυσμό με έστω και μία δόση, ενώ σε ό,τι αφορά την ηλικιακή διασπορά στους άνω των 60 το ποσοστό είναι 84% παρόλο που θα επιθυμούσαμε να είναι πολύ περισσότερο, ανέφερε η κ. Σύψα, και αυτό που παρατηρούμε είναι η αύξηση στην καμπύλη των εμβολιασμών με την αρχική διάθεση του εμβολίου, η οποία επιπεδώνεται με την πάροδο του χρόνου.

Στη συνέχεια παρουσίασε την έρευνα που ξεκίνησε πριν από τον εμβολιασμό και επαναλήφθηκε σε τακτά χρονικά διαστήματα, σε ένα δείγμα 1.200 ατόμων με χρήση ποσοστών ανά ηλικία και περιφέρεια σε όλη την επικράτεια. Η έρευνα διενεργείται τηλεφωνικά, με τη βοήθεια ερωτηματολογίου σε σχέση με τις προθέσεις των συμμετεχόντων για τον εμβολιασμό. Τα αποτελέσματα έδειξαν ότι πριν από την ύπαρξη του εμβολίου υπήρχε μία διστακτικότητα, αλλά και ένα σταθερό ποσοστό του 37% που εκδήλωνε την πρόθεσή του να εμβολιαστεί. Το ποσοστό διστακτικότητας ήταν εναλλασσόμενο, παράλληλα όμως υπήρχε ένα ποσοστό 9% που δήλωνε από την αρχή ότι δεν πρόκειται να εμβολιαστεί, και αυτό παρέμεινε σταθερό σε όλες τις έρευνες που διεξήχθησαν.

Τα αρχικά αποτελέσματα ανέδειξαν τη διστακτικότητα κυρίως στα νεαρά άτομα, χωρίς διαφοροποιήσεις φύλου ή εκπαιδευτικού επιπέδου, με την πάροδο του χρόνου όμως, τα άτομα υψηλότερου μορφωτικού επιπέδου υπερπήδησαν ευκολότερα και συντομότερα τη διστακτικότητά τους δηλώνοντας την πρόθεσή τους να εμβολιαστούν, τόνισε. Οι απρόθυμοι και οι αναποφάσιστοι στις έρευνές μας, εντοπίζονται στις γυναίκες, τους νέους και τα άτομα χαμηλότερου εκπαιδευτικού επιπέδου και είναι μεγαλύτερα στις πρώιμες έρευνες. Μία αυξημένη διστακτικότητα εμφανίστηκε ανάμεσα στις γυναίκες τον Απρίλιο του 2021 κατόπιν περιστατικών θρομβώσεων που εμφανίστηκαν ύστερα από ένα συγκεκριμένο εμβόλιο, υπογράμμισε.

Οι κύριοι λόγοι της διστακτικότητας εντοπίζονται σε δύο σημεία, την ασφάλεια του εμβολίου, που επηρεάζει περισσότερο τις γυναίκες, και την αποτελεσματικότητα που επηρεάζει περισσότερο τους άνδρες, ανέφερε η κ. Σύψα. Σε ό,τι αφορά στην πρόθεση των γονέων για των εμβολιασμό των παιδιών τους για τις ηλικίες 15-17 το ποσοστό κυμάνθηκε στο 60%, ενώ για τις ηλικίες 10-14 σε ποσοστό 50% χωρίς διαφοροποιήσεις σε σχέση με το φύλο. Ωστόσο εντοπίστηκε και πάλι διστακτικότητα σε σχέση με το εκπαιδευτικό επίπεδο, ενώ υπάρχει και ένα ποσοστό 18% που αρνείται κατηγορηματικά τον εμβολιασμό.

Τα αποτελέσματα για την πρόθεση για εμβολιασμό τον Μάιο 2021 ήταν υψηλά, σε ποσοστό της τάξης του 85%, ίσως όμως αυτό να μη είναι αρκετό, υπογράμμισε η κ. Σύψα, συνυπολογίζοντας τις νέες παραμέτρους που προέκυψαν σε σχέση με τις μεταλλάξεις και την αυξημένη μεταδοτικότητα και τον προβληματισμό σε σχέση με τον εμβολιασμό των παιδιών.

Τo ECDC πρόσθεσε στα 3C της διστακτικότητας και άλλους δύο παράγοντες που αφορούν την αντίληψη για τη συλλογικότητα και την ευθύνη απέναντι στο κοινωνικό σύνολο, αλλά και τον τρόπο του προσωπικού υπολογισμού που έχει ο καθένας. Ταυτόχρονα κατέγραψε και καλές πρακτικές που εφαρμόστηκαν σε χώρες, όπως συνεργασία με την κοινότητα και ενώσεις ασθενών, αλλά και έγκαιρη αντιμετώπιση της παραπληροφόρησης.

Η κ. Σύψα κατέληξε εκφράζοντας την πεποίθηση ότι η εμπιστοσύνη είναι το πιο σημαντικό συστατικό σε κάθε εμβόλιο και θα πρέπει να εργαστούμε σκληρά για τη δημιουργία της.

Τις προοπτικές της εξόδου από την πανδημία κλήθηκε να αναλύσει ο κ. Δημήτριος Παρασκευής, Αναπληρωτής Καθηγητής Επιδημιολογίας και Προληπτικής Ιατρικής, Ιατρική Σχολή, Ε.Κ.Π.Α., ο οποίος υπογράμμισε ότι το τέλος της πανδημίας συνδέεται με την ανάπτυξη της συλλογικής ανοσίας, με βασικούς παράγοντες που την επηρεάζουν, τη διάρκεια και το εύρος της ανοσίας που μας προσφέρουν τα εμβόλια, την ανάπτυξη των μεταλλάξεων αλλά και τη μολυσματικότητα του ιού.

Αναφέρθηκε σε δύο μελέτες προερχόμενες από το Κατάρ, σε μεγάλο αριθμό ατόμων. Η πρώτη εκ των δύο καταλήγει στο ότι η φυσική μόλυνση παρέχει προστασία ανοσίας απέναντι σε επαναμόλυνση σε ποσοστό 91,3% και μάλιστα χωρίς να επηρεάζεται από τον χρόνο, με επαναλοιμώξεις πολύ ηπιότερης μορφής από την αρχική, ενώ η δεύτερη ότι η φυσική μόλυνση προστατεύει σε ποσοστό 90% από κίνδυνο νοσηλείας ή θανάτου.

Επίσης, ο ομιλητής παρουσίασε τα αποτελέσματα μίας μελέτης η οποία συγκρίνει την ανοσιακή απάντηση ανάμεσα σε άτομα που εκτέθηκαν σε φυσική μόλυνση και σε άλλα που μετά τη φυσική μόλυνση προχώρησαν σε εμβολιασμό με μία και δύο δόσεις, με τα δεδομένα να υποδεικνύουν ότι η πολλαπλή έκθεση στην πρωτεΐνη της ακίδας του Sars Cov-2 αυξάνει το εύρος της εξουδετερωτικής δράσης και απέναντι στελεχών, όπως το Βήτα, που παρουσιάζουν χαρακτηριστικά διαφυγής από προϋπάρχουσα ανοσία και συνεπώς οι αναμνηστικές δόσεις του εμβολίου μπορούν να αυξήσουν την αποτελεσματικότητά του και έναντι μεταλλαγμένων στελεχών. Σε επόμενη μελέτη τα αποτελέσματα έδειξαν ότι ο επιπρόσθετος εμβολιασμός αυξάνει όλες τις συνιστώσες της χυμικής ανοσίας και παράγει παρόμοια ή μεγαλύτερη εξουδετερωτική δράση απέναντι σε μεταλλαγμένα στελέχη σε σχέση με τα επίπεδα εμβολιασμένων που δεν είχαν προηγουμένως μολυνθεί με τον ιό, συνεπώς ο εμβολιασμός στους αναρρώσαντες θα προσφέρει ευρεία ανοσία και έναντι μεταλλαγμένων στελεχών.

Σημείωσε ότι η αποτελεσματικότητα του εμβολίου απέναντι σε μόλυνση μειώνεται σημαντικά μετά 4 με 5 μήνες, ενώ αντίστοιχα η αποτελεσματικότητα απέναντι σε νοσηλεία παραμένει υψηλή, γεγονός που αποδεικνύεται από πολλαπλές μελέτες.

Ο κ. Παρασκευής υπογράμμισε τη σημασία της αναμνηστικής δόσης για την ενίσχυση της ανοσίας, η οποία αναπτύσσεται 8 ημέρες μετά τη χορήγησή της, ενώ παρουσίασε πρόσφατα στοιχεία από το Ηνωμένο Βασίλειο, αλλά και από μελέτη της Pfizer ότι μετά την αναμνηστική δόση του εμβολίου τα επίπεδα της ανοσίας απέναντι στην μετάλλαξη Όμικρον είναι αντίστοιχα με αυτά απέναντι στη Δέλτα. Σημείωσε επίσης ότι τα στοιχεία σε σχέση με τις νοσηλείες και τους θανάτους που σχετίζονται με την Όμικρον, από τη Νότιο Αφρική μάς δείχνουν ότι πρόκειται για ηπιότερη μόλυνση, ωστόσο είναι ακόμη νωρίς για οριστικές εκτιμήσεις.

Ο ομιλητής κατέληξε ότι η συλλογική ανοσία δεν μπορεί να επιτευχθεί μόνο με τον αρχικό εμβολιασμό και ότι το εύρος της ανοσίας είναι μεγαλύτερο έπειτα από φυσική μόλυνση και εμβολιασμό, ενώ άφησε ακόμη ανοιχτό το ερώτημα για το εύρος και τη διάρκεια της ανοσίας απέναντι στην Όμικρον.