Ιδιωτικός & δημόσιος τομέας ασφάλισης: συνεργασία ή αντιπαλότητα;

Οι έγκριτοι ομιλητές και συντονιστές του στρογγυλού τραπεζιού εξέτασαν τόσο τον δημόσιο όσο και τον ιδιωτικό τομέα ασφάλισης στην Ελλάδα, και επιχείρησαν να απαντήσουν στο κρίσιμο ερώτημα για τη μεταξύ τους αντιπαλότητα ή συνεργασία. Μέσα από την περιγραφή των βέλτιστων πρακτικών που εφαρμόζονται σε παγκόσμιο επίπεδο έκαναν επίσης προτάσεις συμπράξεων προσαρμοσμένες στην ελληνική πραγματικότητα.

Στην εισαγωγική του τοποθέτηση ο συντονιστής κ. Νίκος Πολύζος, Καθηγητής Διοίκησης και Οργάνωσης Υπηρεσιών Υγείας, Τμήμα Κοινωνικής Εργασίας, Σχολή Κοινωνικών, Πολιτικών & Οικονομικών Επιστημών, Δ.Π.Θ., έκανε μία σύντομη περιγραφή της υφιστάμενης κατάστασης στη χώρα δίνοντας ιδιαίτερη έμφαση στην προ δεκαετίας δημιουργία της ενιαίας κοινωνικής ασφάλισης υγείας με τη δημιουργία του Ενιαίου Οργανισμού Παροχών Υπηρεσιών Υγείας (ΕΟΠΥΥ), με στόχο αφενός τη συγκέντρωση του δημόσιου χρήματος και αφετέρου τη δημιουργία μονοψωνιακά κανόνων για τις συμβάσεις και τις τιμές, διαπιστώνοντας ωστόσο ότι ο διττός αυτός στόχος δεν έχει επιτευχθεί.

Αναφέρθηκε επίσης στα Κλειστά Ενοποιημένα Νοσήλια (ΚΕΝ) ως έναν τρόπο τιμολόγησης και κοστολόγησης και στην ανάγκη παρακολούθησης της εξέλιξής τους. Παρουσιάζοντας τα οικονομικά στοιχεία σήμερα, 10 χρόνια μετά, ανέφερε ότι από τα 10 δισ. ευρώ που προέρχονται από την κοινωνική ασφάλιση και τη φορολογία, το 60% -δηλαδή 6 δισ. ευρώ- συγκεντρώνει ο ΕΟΠΥΥ και τα υπόλοιπα 4 δισ. ευρώ δίνονται από την κρατική φορολογία. Ωστόσο από τα 5 δισ. ευρώ ιδιωτικών δαπανών υγείας και παρά την αύξηση του αριθμού των ασφαλιστηρίων συμβολαίων, το μεγαλύτερο μέρος τους ύψους 4 δισ. ευρώ προέρχεται από ιδιωτικές πληρωμές. Είναι λοιπόν απόλυτα προφανής η ανάγκη ρύθμισης της ασφαλιστικής αγοράς όχι μόνο σε ό,τι αφορά τις νοσοκομειακές δαπάνες, αλλά και την Πρωτοβάθμια Φροντίδα Υγείας και το φάρμακο, κατέληξε ο κ. Πολύζος.

Ο έτερος συντονιστής, κ. Θανάσης Λοπατατζίδης, Εμπορικός Διευθυντής Ευρώπης Ομίλου Affidea, ανέφερε ότι παρά τον κατακερματισμό της ιδιωτικής ασφάλισης, ένα ποσοστό των Ελλήνων που ανέρχεται στο 12% του πληθυσμού, είτε από φόβο είτε γιατί έχει τη δυνατότητα, διαθέτει κάποιας μορφής ιδιωτικό ασφαλιστήριο συμβόλαιο. Στην πραγματικότητα όμως ένα πολύ μικρό μέρος των ιδιωτικών δαπανών για την υγεία περνούν μέσα από ιδιωτικά συμβόλαια. Τόνισε ότι η συνεργασία του δημόσιου με τον ιδιωτικό τομέα στην ασφάλιση υγείας δεν έχει πραγματοποιηθεί κυρίως εξαιτίας του πολιτικού συστήματος, αν και πάνω από το 40% των δαπανών για την υγεία είναι ιδιωτικές. Αναφέρθηκε στις προσπάθειες που έγιναν για τη σύζευξη της ιδιωτικής ασφάλισης με τα δημόσια νοσοκομεία και υπογράμμισε τα δομικά προβλήματα που υπάρχουν και δεν επιτρέπουν την εφαρμογή πετυχημένων πρακτικών που εφαρμόζονται σε άλλα μέρη του πλανήτη. Εξέφρασε την πεποίθηση ότι τόσο η πανδημία όσο και η 5η βιομηχανική επανάσταση του ψηφιακού μετασχηματισμού, θα επιταχύνουν τις εξελίξεις.

Συμπράξεις δημόσιου και ιδιωτικού τομέα (ΣΔΙΤ) στην ασφάλιση της υγείας

Την εισαγωγική τοποθέτηση έκανε ο κ. Μιλτιάδης Νεκτάριος, Καθηγητής Ασφαλιστικής Επιστήμης στο Τμήμα Στατιστικής και Ασφαλιστικής Επιστήμης Πανεπιστημίου Πειραιώς, ο οποίος ανέπτυξε εκτενώς το θέμα των συμπράξεων δημόσιου και ιδιωτικού τομέα (ΣΔΙΤ) στην ασφάλιση της υγείας.

Ο κ. Νεκτάριος σημείωσε ότι η καθυστέρηση στην υλοποίηση των συμπράξεων δημόσιου και ιδιωτικού τομέα στην ασφάλιση της υγείας ακολουθεί τις καθυστερήσεις που συνοδεύουν όλες τις μεταρρυθμίσεις στην Ελλάδα. Ανέφερε δε ότι υπάρχουν τρεις τρόποι συνεργασίας με τους οποίους ο ιδιωτικός τομέας μπορεί να εμπλακεί στην ασφάλιση υγείας με την κάλυψη α) των ανασφάλιστων, β) των παροχών που δεν καλύπτει το δημόσιο, και γ) των δαπανών που δεν καλύπτει το δημόσιο, με τον τρίτο τρόπο να παρουσιάζει το μεγαλύτερο ενδιαφέρον για την Ελλάδα.

Παρ’ όλο που, τόσο από τη σημερινή αλλά και από προηγούμενες κυβερνήσεις, υπάρχει η βούληση να προχωρήσει αυτή η συνεργασία συντρέχουν δομικοί λόγοι που αυτό δεν έχει γίνει μέχρι τώρα. Πιο συγκεκριμένα, είπε ο ομιλητής, ένα πολύ μεγάλο ποσοστό των Ελλήνων πολιτών έχουν αρνητική άποψη για το σύστημα υγείας της χώρας (το χαμηλότερο ποσοστό στην ΕΕ-28), με βάση ευρήματα του Ευρωβαρόμετρου, και ταυτόχρονα οι Έλληνες υφίστανται τη μεγαλύτερη επιβάρυνση για τις ιδιωτικές δαπάνες υγείας σε σχέση με όλες τις χώρες του ΟΟΣΑ, αφού ληφθεί υπόψη και η έκταση της ασφαλιστικής κάλυψης των δαπανών αυτών. H συνολική επιβάρυνση των νοικοκυριών ανέρχεται 40% της συνολικής δαπάνης υγείας, αλλά αυτή η τεράστια επιβάρυνση μειώνεται μόνο κατά 5% μετά την αγορά ιδιωτικής ασφάλισης υγείας.

Στη συνέχεια, ο κ. Νεκτάριος προχώρησε στην παρουσίαση μιας πρότασης αναδόμησης και ανασχεδιασμού του ΕΣΥ, ως απαραίτητη προϋπόθεση για να δρομολογηθούν ενδεχόμενες συνεργασίες, η οποία εκπονήθηκε από μία ομάδα καθηγητών και περιλαμβάνει τρεις άξονες:

  • Στην πλευρά της προσφοράς υπηρεσιών υγείας, τη δημιουργία ενός νέου ΝΠΔΔ, του «ΕΣΥ ΝΠΔΔ», το οποίο γίνεται η εταιρία Holding για τα νοσοκομεία, τα οποία αποκτούν την νομική μορφή ΝΠΙΔ.
  • Στην πλευρά της ζήτησης, ο ΕΟΠΥΥ συγκεντρώνει το σύνολο της δημόσιας χρηματοδότησης και αγοράζει υπηρεσίες υγείας τόσο από τον δημόσιο όσο και τον ιδιωτικό τομέα. Έτσι δημιουργείται μια «εσωτερική αγορά υπηρεσιών υγείας» κατά τα βρετανικά πρότυπα.
  • Αναδιοργάνωση του Υπουργείου Υγείας, με επικέντρωση στην εκπόνηση και υλοποίηση της πολιτικής υγείας.

Τα αναμενόμενα αποτελέσματα μίας τέτοιας παρέμβασης θα ήταν η αποδέσμευση του υπουργείου από την καθημερινή οργάνωση και διοίκηση του συστήματος και επικέντρωση στον σχεδιασμό των πολιτικών και βελτίωση υποδομών, ποιότητας υπηρεσιών και εξυπηρέτησης των ασθενών στα νοσοκομεία του ΕΣΥ. Αυτό θα οδηγούσε σε άρση της υπάρχουσας δυσαρέσκειας και προσέλκυση σημαντικών επιπλέον εσόδων από την ιδιωτική ασφάλιση, έσοδα που θα μπορούσαν να στηρίξουν περαιτέρω το σύστημα και τους εργαζομένους σε αυτό, υπογράμμισε και όλα αυτά σε συνδυασμό με την αναβάθμιση της Πρωτοβάθμιας Φροντίδας Υγείας.

Με την αναβάθμιση αυτή ως προϋπόθεση θα μπορούσαμε να προχωρήσουμε σε μια σύμπραξη του ΕΟΠΥΥ με την ιδιωτική ασφαλιστική αγορά (ΣΔΙΤ), με βάση το γαλλικό μοντέλο, πρόσθεσε. Ωστόσο και η ιδιωτική ασφαλιστική αγορά από την πλευρά της δεν είναι έτοιμη για τέτοιου μεγέθους εγχειρήματα, λείπει η τεχνογνωσία για την προετοιμασία τέτοιων σχημάτων που θα πρέπει να είναι μελετημένα μέχρι την τελευταία τους λεπτομέρεια, για να έχει πιθανότητες κυβερνητικής αποδοχής και υλοποίησης.

Με ένα τέτοιο σχήμα θα μπορούσαμε να αντιμετωπίσουμε τόσο τις υφιστάμενες, όσο και τις μελλοντικές ανάγκες του συστήματος υγείας, ανάγκες που θα προκύψουν από τη γήρανση του πληθυσμού, η οποία σε συνδυασμό με την αύξηση του προσδόκιμου ζωής θα μας οδηγήσει σε μακροχρόνιες υπηρεσίες υγείας (Long-term care), υπογράμμισε.

Περιγράφοντας την ιδιωτική ασφαλιστική αγορά, ο ομιλητής επισήμανε ότι λειτουργεί με υψηλά ασφάλιστρα, τα οποία προκύπτουν αφενός από το κόστος των ιδιωτικών νοσοκομείων -που είναι από τα υψηλότερα στην Ευρώπη, εξαιτίας της ολιγοπωλιακής δομής του ιδιωτικού τομέα υγείας-, αφετέρου από την επιβάρυνσή τους λόγω της χαμηλής οργανωτικής επάρκειας και της μη υιοθέτησης σύγχρονων μεθόδων οργάνωσης του κλάδου στην Ελλάδα. Επίσης υπάρχει μεγαλύτερη αποτελεσματικότητα στις υπηρεσίες πρωτοβάθμιας φροντίδας υγείας, όπου χρησιμοποιείται το σύστημα capitation, το οποίο δεν είναι εξίσου αποτελεσματικό στις υπηρεσίες της δευτεροβάθμιας. Στην περίπτωση της σύμπραξης με τον δημόσιο τομέα, η ιδιωτική ασφαλιστική αγορά θα πρέπει να προχωρήσει σε μια δημόσια ανακοίνωση στρατηγικής σε συνδυασμό με την εκπόνηση μιας ολοκληρωμένης και τεκμηριωμένης μελέτης για την σύμπραξη δημόσιου – ιδιωτικού τομέα στην υγεία, τόνισε.

Ο κ. Νεκτάριος ανέλυσε τον τρόπο με τον οποίο η σύμπραξη αυτή μπορεί να προχωρήσει με βάση το γαλλικό μοντέλο περιγράφοντας ορισμένα χαρακτηριστικά του. Σύμφωνα με το γαλλικό σύστημα, οι σημαντικές και μεταβλητές κρατήσεις κινδύνου (deductibles and co-insurance) αντιμετωπίζονται σε «πακέτο», ενώ την κάλυψή τους έχει αναλάβει η ασφαλιστική αγορά. Οι πολίτες με ένα ασφάλιστρο που κυμαίνεται από 150-450 ευρώ, εκχωρούν το μεγαλύτερο μέρος των ιδιωτικών πληρωμών στις ασφαλιστικές εταιρείες και παρόλο που το σύστημα είναι προαιρετικό, με την παροχή κατάλληλων κινήτρων, σε αυτό συμμετέχει το 93% του πληθυσμού. Αυτό έχει σαν αποτέλεσμα οι ιδιωτικές δαπάνες υγείας να κυμαίνονται στο ποσοστό του μέσου ευρωπαϊκού όρου, δηλαδή 10-12% των συνολικών δαπανών για την υγεία, τη στιγμή που το αντίστοιχο ποσοστό είναι 40% για την Ελλάδα, σχολίασε ο ομιλητής. Στο γαλλικό μοντέλο υπάρχει μέριμνα για την αντιμετώπιση της κάλυψης των περιπτώσεων υψηλού κινδύνου, στην περίπτωση της Ελλάδας όμως, τις περιπτώσεις αυτές θα μπορούσαν να αναλάβουν ταμεία επαγγελματικής ασφάλισης, ή να υπάρξει μέριμνα εντός του δημοσίου συστήματος υγείας, επισήμανε.

Ολοκληρώνοντας την εισήγησή του ο κ. Νεκτάριος υποστήριξε ότι η υλοποίηση μιας τέτοιας σύμπραξης ιδιωτικού και δημόσιου τομέα στην ασφάλιση υγείας, τηρουμένων των προϋποθέσεων της αναδιάρθρωσης όπως περιγράφηκαν παραπάνω, θα οδηγήσει από τα πρώτα χρόνια λειτουργίας της περίπου 1,5 δισ. ευρώ των ιδιωτικών δαπανών για την υγεία προς το δημόσιο σύστημα υγείας. Η εισροή αυτή θα έχει ως αποτέλεσμα την αύξηση των μισθών των εργαζομένων αλλά και τη δημιουργία ενός ΕΣΥ εφάμιλλου ή και καλύτερου του ιδιωτικού τομέα, όπως συμβαίνει και στις περισσότερες χώρες της Ε.Ε. υπογράμμισε, ενώ παράλληλα θα υπάρχει σημαντική αύξηση του κύκλου εργασιών της ασφαλιστικής αγοράς. Πέρα όμως από τα δημοσιονομικά αποτελέσματα, θα παρέχονται αναβαθμισμένες υπηρεσίες, θα δημιουργηθεί εμπιστοσύνη στους πολίτες και ταυτόχρονα θα υπάρχει ένα δημόσιο σύστημα ικανό να ανταποκριθεί σε μελλοντικούς κινδύνους και ανάγκες, κατέληξε.

Στη συνέχεια ο συντονιστής κ. Πολύζος πριν προχωρήσει στον επόμενο ομιλητή έκανε δύο σχόλια με αφορμή την εισήγηση του ομιλητή σχετικά με την επιλογή των διοικήσεων των νέων φορέων αλλά και την αδυναμία αύξησης των εισφορών ασφάλισης υγείας από 7,5% που είναι στην Ελλάδα στο 15% της Γαλλίας. Ο κ. Νεκτάριος απάντησε ότι δύο σημαντικές μεταρρυθμίσεις στη χώρα, ο ΕΟΠΥΥ και ο ΕΦΚΑ, δεν πέτυχαν γι’ αυτό η διοίκηση και η λειτουργία οργανισμών πρέπει να βρίσκεται μακριά από το πολιτικό σύστημα, ενώ για τη χρηματοδότηση θα πρέπει να βρεθούν καινούργιες ιδέες και να συζητηθεί η επιδότηση της διαφοράς του ασφαλίστρου απευθείας στον ΕΟΠΥΥ.

Ασφάλιση υγείας και χρηματοδότηση των συστημάτων υγείας

Ο επόμενος ομιλητής κ. Ηλίας Κυριόπουλος, LSE Fellow in Health Economics, Department of Health Policy, London School of Economics, τοποθετήθηκε στο θέμα της ασφάλισης υγείας και της χρηματοδότησης των συστημάτων υγείας.

Ο κ. Κυριόπουλος ξεκινώντας από τις συστηματικές προκλήσεις που αντιμετωπίζει η χρηματοδότηση των συστημάτων υγείας, αναφέρθηκε στη γήρανση του πληθυσμού, στις ανισότητες στην πρόσβαση τόσο μεταξύ διαφορετικών χωρών όσο και εντός της ίδιας χώρας, αλλά και στην επιδημιολογική μετάβαση, η οποία αφορά κυρίως χρόνια νοσήματα, τα οποία απαιτούν ακριβές θεραπείες για μεγάλα χρονικά διαστήματα. Είναι συγκεκριμένοι ασθενείς που παράγουν το μεγαλύτερο μέρος του κόστους, επισήμανε και παρέθεσε στοιχεία από την Αμερική όπου το 50% των ετήσιων δαπανών υγείας παράγεται από το 5% των ασθενών, ενώ το 20% από το 1%. Πρόκειται για άτομα μεγάλης ηλικίας με πολλές συννοσηρότητες που χαρακτηρίζονται ως ασθενείς υψηλού κόστους και χρειάζονται σωστά σχεδιασμένες παρεμβάσεις.

Τους στόχους των συστημάτων υγείας όπως ορίζονται από τον Π.Ο.Υ. παρέθεσε στη συνέχεια ο ομιλητής, οι οποίοι περιλαμβάνουν τη βελτίωση της υγείας του πληθυσμού, την οικονομική προστασία έναντι των κινδύνων υγείας, την ισότητα στη χρηματοδότηση, την ανταποκρισιμότητα και την ικανοποίηση, την προσβασιμότητα, τη βιωσιμότητα και την ποιότητα στις υπηρεσίες υγείας.

Περιγράφοντας την κατάσταση της ιδιωτικής χρηματοδότησης της ασφάλισης της υγείας επισήμανε ότι στην Ελλάδα μόλις το 4% καλύπτεται από την ιδιωτική ασφάλιση, ενώ το υπόλοιπο από ιδιωτικές πληρωμές, αλλά και σε παγκόσμιο επίπεδο μόνο 23 χώρες καλύπτουν σε ποσοστό πάνω από 10% τις δαπάνες αυτές μέσω της ιδιωτικής ασφάλισης. Συνεπώς, η ιδιωτική ασφάλιση δεν μπορεί να θεωρηθεί ως ένας πυλώνας χρηματοδότησης της ασφάλισης υγείας, συμπέρανε.

Η Ελλάδα υστερεί σημαντικά στην ιδιωτική ασφάλιση, παρά την ιδιαίτερα υψηλή ιδιωτική δαπάνη υγείας και μια από τις συνέπειες είναι η έλλειψη προστασίας έναντι των κινδύνων υγείας, παρατήρησε ο κ. Κυριόπουλος. Παράλληλα, το ποσοστό των ανικανοποίητων αναγκών υγείας είναι διαχρονικά πολύ υψηλό και σε κάθε περίπτωση πολύ υψηλότερο από τις υπόλοιπες χώρες της Ε.Ε. Τα χαμηλότερα εισοδήματα είναι αυτά που δεν έχουν πρόσβαση στις υπηρεσίες υγείας, ωστόσο και σε αυτό το περιβάλλον δεν υπάρχει πρόθεση για ιδιωτική ασφάλιση. Επιπλέον, επισήμανε, η δημόσια χρηματοδότηση σε όλους τομείς φροντίδας υγείας είναι χαμηλή. Τέλος, ο ομιλητής ανέφερε πως, σύμφωνα με πολλές μελέτες σε παγκόσμιο επίπεδο, η αλλαγή μοντέλου δημόσιας χρηματοδότησης της ασφάλισης υγείας από Bismarck σε Beveridge, δηλαδή σε ένα σύστημα μέσω της φορολογίας, δεν φαίνεται να αποτελεί λύση στο πρόβλημα.

Στη συνέχεια περιέγραψε τους τέσσερις τρόπους μέσω των οποίων η ιδιωτική ασφάλιση μπορεί να παίξει ρόλο στη χρηματοδότηση του συστήματος, είτε μέσω χρηματοδότησης για συγκεκριμένες πληθυσμιακές ομάδες (που εφαρμόζεται σε Γερμανία και Χιλή και καλύπτει το 11% και 18% του πληθυσμού αντίστοιχα), είτε με την κάλυψη των ασφαλίστρων και των συμπληρωματικών υπηρεσιών (όπως στην περίπτωση της Γαλλίας με ποσοστό κάλυψης 90-95% του πληθυσμού). Ακόμη, με την κάλυψη επιπρόσθετων υπηρεσιών υγείας, όπως σε Ολλανδία και Ισραήλ με ποσοστό κάλυψης 80%, ή και με γρήγορη πρόσβαση, καλύτερες υπηρεσίες και ελευθερία επιλογής, όπως στην Ιρλανδία με ποσοστό 13%. Ένα σύστημα ανάλογο με το γαλλικό θα μπορούσε να είναι η απάντηση για τις ανάγκες της Ελλάδας, ανέφερε, εξέφρασε όμως την άποψη ότι πριν επιλεγεί ο τρόπος συμμετοχής της ιδιωτικής ασφάλισης υγείας στη χρηματοδότηση του συστήματος θα πρέπει να απαντηθούν τέσσερα κρίσιμα ερωτήματα:

  • Κατά πόσο η έμφαση στην ιδιωτική ασφάλιση υγείας θα βελτιώσει την οικονομική προστασία απέναντι στον κίνδυνο; Τα υπάρχοντα παραδείγματα τείνουν και προς τις δύο κατευθύνσεις.
  • Πόσο θα βελτιωθεί η πρόσβαση στις υπηρεσίες υγείας, κυρίως για τους μη προνομιούχους, όπου η συμμετοχή τους θα πρέπει να συνδυαστεί και με άλλα μέτρα, όπως η επιδότηση των ασφαλίστρων και φορολογικές ελαφρύνσεις.
  • Πόσο η συμμετοχή της ιδιωτικής ασφάλισης υγείας θα βελτιώσει την αποδοτικότητα στην οργάνωση, τη διαχείριση των πόρων όσον αφορά στην παροχή της υπηρεσίας.
  • Κατά πόσο η συμμετοχή αυτή μπορεί να συμβάλει στην αποσυμπίεση της δημοσιονομικής κατάστασης.

Και στα τέσσερα αυτά ερωτήματα οι απαντήσεις είναι ιδιαίτερα δύσκολες, επισήμανε ο κ. Κυριόπουλος, ενώ απαντήσεις που θα είναι πειστικές, θα μας οδηγήσουν σε καλύτερα αποτελέσματα.

Κλείνοντας, ο ομιλητής επισήμανε την ανάγκη να αυξηθεί η δημόσια χρηματοδότηση της ασφάλισης υγείας, με νέα, καινοτόμα χρηματοδοτικά εργαλεία καθώς δεν είναι δυνατή ούτε η αύξηση των ασφαλιστικών εισφορών, ούτε η κάλυψή της μέσω της φορολογίας. Η σύνδεση των ασφαλίστρων με το εισόδημα ίσως να είναι ο καλύτερος, αν και ο πιο ακανθώδης τρόπος για να αποφορτίσουμε το βάρος των νοικοκυριών, ειδικά για τα ελληνικά δεδομένα, όπου είναι δύσκολο να προσδιορίσουμε τη φοροδιαφυγή και τα πραγματικά εισοδήματα, πρόσθεσε. Ειδικότερα, θα πρέπει να επανεξετάσουμε το θέμα της συνασφάλισης σε σχέση με τη συμμετοχή και την εφαρμογή ορίων σε σχέση με το ποσό που το κάθε νοικοκυριό μπορεί να διαθέσει για ασφάλιστρα στην ιδιωτική δαπάνη υγείας. Ο κ. Κυριόπουλος κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η σύζευξη του ιδιωτικού με τον δημόσιο τομέα στην ασφάλιση της υγείας μπορεί να έχει ένα ουσιαστικό αντίκρισμα, μόνο εφόσον απαντηθούν τα τέσσερα ερωτήματα που αναφέρθηκαν παραπάνω, σε συνδυασμό με μια ουσιαστική αναδιάρθρωση του δημοσίου συστήματος υγείας.

Ανάγκη για ένα νέο μοντέλο παροχής υπηρεσιών υγείας

Τελευταίος πήρε τον λόγο ο κ. Γεώργιος Βελιώτης, General Manager Life & Health Interamerican part of Achmea, Chairman Insurance Europe Health Platform, Chairman of EURAPCO Health Group, για να αναπτύξει μέσα από τη διπλή του ιδιότητα, ως γιατρού αλλά και ως εκπροσώπου της ιδιωτικής ασφάλισης στην Ελλάδα, τη συμβολή της ιδιωτικής ασφάλισης υγείας. Στην εισαγωγή του επικεντρώθηκε σε δύο χαρακτηριστικά του ελληνικού συστήματος υγείας: α) ο Έλληνας πληρώνει πάνω από μία φορά για την ίδια υπηρεσία, β) το μοντέλο παροχής υπηρεσιών, σε δημόσιο και ιδιωτικό τομέα, είναι απαρχαιωμένο, νοσοκομειοκεντρικό, κατακερματισμένο με χαμηλή αυτοματοποίηση.

Τα χρόνια αυτά προβλήματα, αναδύθηκαν στην επιφάνεια εξαιτίας της πανδημίας, ενώ η ψηφιακή εποχή έδρασε σαν καταλύτης των εξελίξεων, και ειδικότερα η ψηφιακή υγεία έδωσε εναλλακτικές κυρίως στα ζητήματα της ψυχικής υγείας, τα οποία εντάθηκαν μέσα στην πανδημία, ανέφερε.

Υπάρχει η ανάγκη για ένα νέο μοντέλο παροχής υπηρεσιών υγείας, δήλωσε ο ομιλητής, το οποίο θα μπορεί να αντιμετωπίσει τις σύγχρονες ανάγκες.

Η αύξηση των χρονίων παθήσεων σε συνδυασμό με την αύξηση στο προσδόκιμο ζωής έχει ως αποτέλεσμα 60% των δαπανών για την υγεία να απορροφώνται από τα χρόνια νοσήματα, όμως αυτά μπορούν πλέον να αντιμετωπιστούν εξωνοσοκομειακά, ανοίγοντας το δρόμο για την αναβάθμιση της Πρωτοβάθμιας Φροντίδας Υγείας. Αύξηση σημειώνεται και στα ογκολογικά περιστατικά -που επίσης συνδέεται με το υψηλότερο προσδόκιμο ζωής- με ανάλογη αύξηση των δαπανών. Παράλληλα, και στον τομέα της ογκολογίας υπάρχει ραγδαία ανάπτυξη σε νέες τεχνολογίες και θεραπείες, οι οποίες απαιτούν μικρότερες αλλά πιο εξειδικευμένες υποδομές. Λαμβάνοντας υπόψιν αυτές τις δύο παραμέτρους, ο κ. Βελιώτης εστίασε στην κατεύθυνση που πρέπει να ακολουθήσει το σύστημα μελλοντικά, με ενίσχυση της Π.Φ.Υ., δημιουργία εξειδικευμένων και πιο λιτών υποδομών. Ιδιαίτερα αναφέρθηκε στα περιστατικά μίας ημέρας: σήμερα μεγάλο ποσοστό επεμβάσεων απαιτεί μόλις μονοήμερη νοσηλεία του ασθενούς, με εξαιρετικά αποτελέσματα στην ποιότητα της παρεχόμενης υπηρεσίας, αλλά και συμπίεση του κόστους. Ο στόχος μας πρέπει να είναι η αντιμετώπιση των ασθενών σε πολλαπλά επίπεδα και όχι μόνο στα επείγοντα των νοσοκομείων, τόνισε.

Στο επίπεδο της ασφάλισης της υγείας ο κ. Βελιώτης επισήμανε την ανάγκη, η όποια επιλογή μοντέλου σύμπραξης δημόσιου με ιδιωτικό τομέα να είναι προσαρμοσμένη στην ελληνική πραγματικότητα και να εκμεταλλεύεται, τόσο τις βέλτιστες πρακτικές, όσο και τα λάθη που έχουν γίνει. Η σύμπραξη απαιτεί σωστό σχεδιασμό, που θα προκύψει μέσα από διάλογο και δημιουργία κλίματος εμπιστοσύνης και θα επιμερίζει τόσο τη χρηματοδότηση, όσο και την παροχή υπηρεσιών ανάμεσα σε δημόσιο και ιδιωτικό τομέα. Θεώρησε επίσης απαραίτητη για τη λειτουργία της σύμπραξης τη δημιουργία ενός βασικού πακέτου παροχών με ξεκάθαρους ρόλους για τους συμπράττοντες και τόνισε ότι εάν επιλεγεί ένα σύστημα τύπου Γαλλίας, θα πρέπει να συμπεριληφθούν όλες οι παράμετροι όπως τα φορολογικά κίνητρα, η σωστή χρηματοδότηση, αλλά και η ομαδική ασφάλιση. Εξέφρασε ωστόσο την προτίμησή του για το ολλανδικό μοντέλο σύμπραξης, το οποίο δημιουργήθηκε μετά 15 χρόνια σχεδιασμού. Στο πλαίσιο του μοντέλου αυτού ο πολίτης αγοράζει το βασικό πακέτο από ιδιωτικές εταιρείες υπό κρατική επίβλεψη. Αναφέρθηκε επίσης και στο αυστραλιανό μοντέλο, όπου από ένα εισόδημα και πάνω ο πολίτης αγοράζει το βασικό πακέτο από ιδιωτικές εταιρείες, υπάρχουν φορολογικά κίνητρα και επιστροφές, ενώ εάν ο πολίτης δεν το επιλέξει, ο φορολογικός του συντελεστής αυξάνεται κατά 1 με 2 μονάδες. Στην Ελλάδα θα πρέπει να καταλήξουμε σε ένα σύστημα που θα συνδυάζει σωστά τους πόρους του δημόσιου και του ιδιωτικού τομέα και παράλληλα θα διευρύνει την ασφαλιστική βάση, δήλωσε ο κ. Βελιώτης.

Ως σημείο εκκίνησης για τη δημιουργία της ΣΔΙΤ στην ασφάλιση υγείας, ο ομιλητής υποστήριξε ότι πρέπει να αναπτυχθεί κατάλληλα η Πρωτοβάθμια Φροντίδα Υγεία, όχι μόνο σε διαγνωστικό αλλά και σε κλινικό επίπεδο και υπογράμμισε τις δυνατότητες που τα νέα ψηφιακά εργαλεία προσφέρουν για την ανάπτυξη αυτού του νέου μοντέλου. Πρότεινε επίσης, η εκκίνηση να ξεκινήσει πιλοτικά και όχι σε πλήρη ανάπτυξη, θεωρώντας ότι οι προηγούμενες προσπάθειες απέτυχαν επειδή επιχειρήθηκε να γίνουν πολλά, ταυτόχρονα και σε μεγάλη κλίμακα. Κλείνοντας επισήμανε το υψηλό κόστος της λειτουργίας του ιδιωτικού τομέα και τόνισε την ανάγκη της αναπροσαρμογής του θεσμικού πλαισίου, ώστε να αναστραφούν οι υφιστάμενες στρεβλώσεις.