Τα μηνύματα για τη συνεχιζόμενη οικονομική ανάκαμψη της χώρας είναι ιδιαίτερα αισιόδοξα, καθώς δεν φαίνεται πώς η πανδημία έχει τη δυναμική να την ανακόψει· αυτό θα μπορούσε να αποβεί πολλαπλά ωφέλιμο για την κοινωνία, καθώς μέρος του δημοσιονομικού οφέλους θα μπορούσε να διοχετευθεί σε συγκεκριμένες δράσεις για την αντιμετώπιση των υπαρκτών ψυχικών και κοινωνικών επιπτώσεων της πανδημίας.
Αυτό ήταν ένα από τα κύρια συμπεράσματα που εξήχθησαν από τη συνεδρία με θέμα τις «Κοινωνικές, οικονομικές και ψυχικές διαστάσεις της πανδημίας», την οποία συντόνισαν ο κ. Γιώργος Κουλιεράκης, Αναπληρωτής Καθηγητής στο Τμήμα Πολιτικών Δημόσιας Υγείας του Πανεπιστημίου Δυτικής Αττικής, και η κ. Μαρία Καντζανού, Ιατρός-Βιοπαθολόγος, Επίκουρη Καθηγήτρια Επιδημιολογίας και Προληπτικής Ιατρικής στο Εργαστήριο Υγιεινής, Επιδημιολογίας και Ιατρικής Στατιστικής της Ιατρικής Σχολής του Ε.Κ.Π.Α.
Οικονομία
Το λόγο έλαβε πρώτος ο προσκεκλημένος ομιλητής κ. Παναγιώτης Λιαργκόβας, Πρόεδρος και Επιστημονικός Διευθυντής του ΚΕΠΕ, ο οποίος επιχείρησε να απαντήσει το καίριο ερώτημα αν «Μπορεί η συνεχιζόμενη κρίση της πανδημίας να επηρεάσει την πορεία ανάκαμψης της ελληνικής οικονομίας;».
Μπορούμε να είμαστε αισιόδοξοι, ξεκίνησε ο κ. Λιαργκόβας, ότι η συνεχιζόμενη κρίση της πανδημίας δεν θα επηρεάσει την ελληνική οικονομία, καθώς η τελευταία διαθέτει πλέον αρκετά «αντισώματα» ώστε να αντιμετωπίσει επιτυχώς τις όποιες αρρυθμίες και αβεβαιότητες έχουν προκύψει κατά τη διάρκεια αυτής της διετίας. Τα «αντισώματα» αυτά, που αναπτύχθηκαν κατά τη διάρκεια της δεκαετούς οικονομικής κρίσης που βιώσαμε, εξήγησε ο ομιλητής, είναι ο ισχυρός ρυθμός ανάπτυξης, οι πολυάριθμες επιχειρηματικές συμφωνίες και οι νέες επιχειρήσεις start-up.
Σύμφωνα με τα πρόσφατα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ για το τρίτο τρίμηνο του έτους, υπογράμμισε, το ΑΕΠ της χώρας αυξήθηκε σε ετήσια βάση κατά 13,4%, αναδεικνύοντάς μας σε πρωταθλητές στην Ευρωζώνη στον ρυθμό ανάπτυξης κατά το τρίμηνο αυτό. Τα δεδομένα δείχνουν ότι η ελληνική οικονομία παρουσιάζει μια εντυπωσιακή ανάκαμψη, η οποία διαθέτει μάλιστα χαρακτηριστικά βιώσιμης ανάπτυξης. Αυτό οφείλεται στο γεγονός ότι η ανάπτυξη δεν καθοδηγείται πλέον από την κατανάλωση, διευκρίνισε ο κ. Λιαργκόβας, αλλά βασίζεται στη σημαντική αύξηση των εξαγωγών και των επενδύσεων, καθώς οι μεν πρώτες αυξήθηκαν κατά 48,6% -το υψηλότερο ποσοστό αύξησης πανευρωπαϊκά- οι δε επενδύσεις σημείωσαν αύξηση κατά 18,1%. Το γεγονός ότι η ανάπτυξη της χώρας βασίζεται σε αυτά τα δύο συγκεκριμένα χαρακτηριστικά είναι που της δίνει τη δυνατότητα να αντισταθμίσει και να υπερκεράσει τις όποιες αβεβαιότητες αφορούν στην πορεία της πανδημίας και τον πληθωρισμό που έχει εμφανισθεί, σημείωσε ο ομιλητής. Με βάση τα στοιχεία αυτά, πρόσθεσε, ακόμη και με μια ανάπτυξη κατά 6% κατά το τελευταίο τρίμηνο του έτους, η οποία είναι απολύτως εφικτή, θα έχουμε 8,5% ρυθμό ανάπτυξης για όλο το έτος, πολύ μεγαλύτερο από την εκτίμηση που υπήρχε στον προϋπολογισμό για 6,9%. Αυτό σημαίνει ότι το χρέος μας ως ποσοστό του ΑΕΠ θα είναι κατά 3 μονάδες χαμηλότερο, δίνοντας στη χώρα τη δυναμική για ακόμη καλύτερα αποτελέσματα την επόμενη διετία, με μεγαλύτερα πλεονάσματα, που μπορούν να οδηγήσουν σε μειώσεις φορολογίας και άλλα μέτρα στήριξης του πληθυσμού.
Όσον αφορά στις επιχειρηματικές συμφωνίες, οι οποίες επίσης ακολουθούν συνεχή ανοδική πορεία, συνέχισε ο Πρόεδρος του ΚΕΠΕ, ουσιαστικά αυτό που παρατηρείται είναι ότι τα επενδυτικά κεφάλαια αναζητούν μια θέση στην ελληνική αγορά ακριβώς γιατί βλέπουν ότι το επόμενο διάστημα προβλέπεται πολύ θετικό, δείχνουν εμπιστοσύνη στην ελληνική οικονομία και αναγνωρίζουν την ύπαρξη αξίας στα ελληνικά περιουσιακά στοιχεία.
Το τρίτο στοιχείο που μας προσφέρει αισιοδοξία, συμπλήρωσε, είναι οι πολυάριθμες επιχειρήσεις start-up, οι οποίες δημιουργήθηκαν και αναπτύχθηκαν μέσα στην πανδημία. Ο συνολικός αριθμός των επιχειρήσεων start-up που χρηματοδοτήθηκαν φέτος υπερβαίνει τις 70, κατά 30% περισσότερες από πέρυσι, τόνισε ο κ. Λιαργκόβας. Οι 10 κορυφαίες ελληνικές νεοφυείς επιχειρήσεις φέτος συγκέντρωσαν συνολικά 397 εκατομμύρια ευρώ, πρόσθεσε, και το 2021 είμαστε πλέον σε θέση να κατονομάσουμε τις 5 πρώτες εταιρείες στην ελληνική επικράτεια που φτάνουν στο στάδιο «unicorns», δηλαδή εταιρείες με κεφαλαιοποίηση άνω του 1 δισ. ευρώ, στις οποίες μάλιστα το επόμενο διάστημα αναμένεται να προστεθούν άλλες 5 εταιρείες.
Υπάρχουν ασφαλώς και ανησυχίες, συνέχισε ο εισηγητής, οι οποίες σχετίζονται κυρίως με την πορεία της πανδημίας και τον πληθωρισμό. Όσον αφορά στην πορεία της πανδημίας, αν και είναι νωρίς ακόμη να μιλήσουμε με βεβαιότητα, τα νεότερα στοιχεία ωστόσο δείχνουν πως η μετάλλαξη «Όμικρον» δεν είναι τόσο θανατηφόρα όσο η προηγούμενή της «Δέλτα», παρά το γεγονός της αυξημένης μεταδοτικότητάς της, και μάλλον δεν θα αποτελέσει κίνδυνο για την ανάκαμψη της οικονομίας. Όσον αφορά στο παγκόσμιο πρόσφατο πρόβλημα που παρουσιάσθηκε με τον πληθωρισμό, κυρίως λόγω της ανόδου της τιμής των προϊόντων ενέργειας, των καθυστερήσεων στη διεθνή εφοδιαστική αλυσίδα και της άρσης των φορολογικών ελαφρύνσεων που υιοθετήθηκαν για την ενίσχυση των πληγέντων από την πανδημία κλάδων, αναμένεται ότι σε μεσοπρόθεσμο ορίζοντα -έως το καλοκαίρι του 2022- σταδιακά θα υποχωρήσει επαναφέροντας σταθεροποιητικές τάσεις στις τιμές.
Μέχρι τότε, ολοκλήρωσε την τοποθέτησή του ο κ. Λιαργκόβας, η Πολιτεία διαθέτει «όπλα» στη φαρέτρα της για να βοηθήσει στη μείωση της επιβάρυνσης για τα νοικοκυριά· κάποια έχουν ήδη υιοθετηθεί και κάποια άλλα αναμένεται να χρησιμοποιηθούν στο προσεχές διάστημα.
Ψυχική υγεία
Τη σκυτάλη των ομιλιών έλαβε η κ. Μένη Μαλλιώρη, Ομότιμη Καθηγήτρια Ψυχιατρικής στο Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών, η οποία αναφέρθηκε στις «Ψυχικές διαστάσεις της πανδημίας», τονίζοντας την ελλιπή πληροφόρηση που υπάρχει σχετικά με αυτό το ζήτημα.
Οι άνθρωποι θέλουν να αισθάνονται ασφαλείς, υπογράμμισε η ομιλήτρια, θέλουν να ζουν σε ένα περιβάλλον βιώσιμο, ασφαλές, σταθερό και προβλέψιμο. Στην πορεία, ωστόσο, της ζωής των ανθρώπων, παρουσιάζονται κάποια απειλητικά γεγονότα, τα οποία ιδιαίτερα όταν παρατείνονται έχουν σημαντικές επιπτώσεις στην ψυχική τους υγεία. Η φυσιολογική αντίδραση σε ένα απειλητικό για τη ζωή του ανθρώπου γεγονός, όπως είναι η πανδημία του Covid-19, μπορεί να συνοδεύεται από συμπτώματα όπως φόβος, άγχος, ένταση, αϋπνία, υπερ-αντιδραστικότητα, ήπια καταθλιπτική αντίδραση· όταν όμως, τα συμπτώματα αυτά έχουν μεγάλη ένταση και διάρκεια οδηγούν σε σοβαρές καταστάσεις και απαιτούν σε ορισμένες περιπτώσεις τη βοήθεια ειδικών.
Επιπλέον, σε κρίσεις που έχουν διάρκεια, όπως η παρούσα πανδημία, συμπλήρωσε η ομιλήτρια, επειδή η απειλή παρατείνεται και είναι «ανοικτού τέλους», παρατηρείται συσσώρευση και άλλων προβλημάτων, όπως για παράδειγμα οικονομικών, αλλά και συσσώρευση αλλαγών που απαιτούν κοινωνική προσαρμογή των ανθρώπων.
Τα συμπτώματα που αφορούν στην ψυχική υγεία και εμφανίζονται πιο έντονα και με μεγαλύτερη διάρκεια σε πιο ευάλωτους σε απειλητικά γεγονότα ανθρώπους διακρίνονται σε σωματικά (τάση για έμετο, πόνοι στο στομάχι, τρέμουλο, διαταραχή συντονισμού των κινήσεων, εφίδρωση, αϋπνία), συμπτώματα που αφορούν στο συναίσθημα (γενικός φόβος για επικείμενα αρνητικά γεγονότα, απόκρυψη των ψυχικών αισθημάτων, αισθήματα ενοχής, καταθλιπτική διάθεση, πικρία ή απελπισία, αίσθημα ψυχικού κάματου, ανησυχία, θυμός και οργή, απάθεια), αλλά και συμπτώματα που σχετίζονται με συμπεριφορές (αλλαγή στη σεξουαλική διάθεση, διαταραχές στην όρεξη, αύξηση του καπνίσματος ή της κατανάλωσης αλκοόλ, ενδοστρέφεια).
Οι αναμενόμενες αρνητικές επιπτώσεις στην ψυχική υγεία περιλαμβάνουν αύξηση του ψυχικού φορτίου, τριβές στις σχέσεις παιδιών-γονέων, αύξηση των προβλημάτων βίας στην οικογένεια, αλλά και των προβλημάτων που σχετίζονται με την οικονομική κατάσταση και με τον κοινωνικό περίγυρο, αύξηση της κατανάλωσης εθιστικών ουσιών ή συμπεριφορών, καθώς και αύξηση των αντικοινωνικών ή παραπτωματικών συμπεριφορών.
Παρ’ όλα αυτά, η δύσκολη αυτή συγκυρία που βιώνουμε μπορεί να έχει και κάποιες θετικές επιπτώσεις στην ψυχική υγεία, τόνισε η ομιλήτρια, όπως η ύπαρξη ελεύθερου χρόνου για «ξεχασμένες» δραστηριότητες, η ενδυνάμωση των σχέσεων παιδιών-γονέων μέσα από κοινές δράσεις, η ενασχόληση με δραστηριότητες αλληλεγγύης και κοινωνικής ευαισθησίας, η ανάπτυξη ενσυναίσθησης, η αναζήτηση νέων δεξιοτήτων, η μείωση των προβλημάτων στις κοινωνικές σχέσεις, η εναλλαγή ρόλων στην οικογένεια.
Σύμφωνα με την πλέον πρόσφατη πανελλαδική έρευνα κοινής γνώμης για την πανδημία του κορωνοϊού που πραγματοποιήθηκε από την «διαΝΕΟσις», 26% περίπου των συμμετεχόντων αναφέρουν αγχώδεις διαταραχές κατά το τελευταίο έτος και περίπου 12% αναφέρουν κατάθλιψη, με το ποσοστό της κατάθλιψης να διπλασιάζεται σχεδόν όταν οι συμμετέχοντες αναφέρονται στις τελευταίες 4 εβδομάδες. Επομένως, βλέπουμε ότι η παρατεινόμενη αυτή κατάσταση, με τη συνεχή εναλλαγή των δεδομένων και των προβλέψεων, επιβαρύνει σημαντικά την ψυχική υγεία.
Κατά την περίοδο της πανδημίας απαιτείται ιδιαίτερη ψυχοκοινωνική μέριμνα, υπογράμμισε η κ. Μαλλιώρη, ώστε οι πολίτες να αισθάνονται ασφαλείς. Απαιτείται διαχείριση του οξέος άγχους ή των άλλων συμπτωμάτων που ενδέχεται να βιώνουν, άμεση κάλυψη των φυσικών αναγκών σε ευάλωτους πληθυσμούς, αποκατάσταση των οικογενειακών και κοινωνικών επαφών, μέριμνα για άτομα με ειδικές ανάγκες, ιδιαίτερη προσοχή στην επαγγελματική εξουθένωση των επαγγελματιών υγείας, καθώς και παροχή ορθής και ικανοποιητικής πληροφόρησης.
Στην τελευταία αυτή συνιστώσα, πρόσθεσε, ο ρόλος των ΜΜΕ είναι πολύ σημαντικός, καθώς έχουν τη δύναμη να διαμορφώνουν την ψυχική υγεία και ευεξία του πληθυσμού, ιδιαίτερα σε θέματα που σχετίζονται με απειλές για την ατομική ή δημόσια υγεία. Είναι σκόπιμο, επομένως, να υιοθετήσουν έναν καινούργιο προσανατολισμό, αποφεύγοντας να δίνουν βήμα για τη διάδοση ψευδών πληροφοριών -τις οποίες πολλοί άνθρωποι λόγω του φόβου έχουν την ασυνείδητη διάθεση να πιστέψουν- και δίνοντας ιδιαίτερη βαρύτητα σε μία πιο εξειδικευμένη, αξιόπιστη, έγκυρη και διεπιστημονική ενημέρωση, χωρίς να επαναλαμβάνεται συνεχώς η καθημερινή αναφορά σε νούμερα και θανάτους.
Η συνεχής ροή αρνητικών ειδήσεων μας κάνει να αισθανόμαστε αβεβαιότητα, άγχος και αδυναμία, κατέληξε η εισηγήτρια. Προφανώς, η λύση δεν είναι να τις αποφύγουμε, πρέπει ωστόσο να αξιολογούμε πώς μας επηρεάζουν, εστιάζοντας στα θετικά και όχι στα αρνητικά, ώστε να μπορέσουμε να παραμείνουμε ψυχικά υγιείς. Σαφώς, ολοκλήρωσε την τοποθέτησή της η κ. Μαλλιώρη, η υιοθέτηση ορθής συμπεριφοράς και συμμόρφωσης δεν επιτυγχάνεται με τιμωρητικά μέτρα, αλλά κατακτάται με παιδεία και διαχρονική εκπαίδευση, η οποία εξασφαλίζει υπεύθυνη στάση ζωής και επιλογές που βασίζονται στην επιστημονική γνώση.
Κοινωνική ένταξη
Στη συνέχεια των εισηγήσεων, ο κ. Θεόδωρος Φούσκας, Επίκουρος Καθηγητής στο Τμήμα Πολιτικών Δημόσιας Υγείας του Πανεπιστημίου Δυτικής Αττικής, στην ομιλία του με θέμα «Ένταξη κατά και μετά την πανδημία της νόσου COVID-19 – Επιπτώσεις και προκλήσεις για τους μεταναστευτικούς πληθυσμούς στην Ελλάδα», παρουσίασε τα πρώτα ευρήματα μιας έρευνας, η οποία ολοκληρώθηκε πρόσφατα και περιλάμβανε εστιασμένες συζητήσεις με 23 γυναίκες από το Κονγκό (9), το Αφγανιστάν (8) και χώρες της Μέσης Ανατολής (6). Το βασικό ερώτημα της έρευνας, εξήγησε ο ομιλητής, ήταν τι αλλάζει μέσα στην περίοδο της πανδημίας για τους πολίτες, στη συγκεκριμένη περίπτωση γυναίκες, τρίτων χωρών.
Εστιάζοντας στις συνεντεύξεις των γυναικών από το Κονγκό, ο κ. Φούσκας ανέφερε οι ηλικίες των γυναικών κυμαίνονταν στην πλειονότητά τους μεταξύ 20 και 25 ετών, με τις περισσότερες να είναι έγγαμες με 1 έως 4 παιδιά και να έχουν ολοκληρώσει μόνο τη βασική εκπαίδευση. Όλες οι συμμετέχουσες, συνέχισε ο ομιλητής, βρίσκονταν στην Ελλάδα από το 2019 και τις αρχές του 2020, επομένως βίωσαν όλα τα μέτρα που εφαρμόσθηκαν για τη διαχείριση της πανδημίας, και οι περισσότερες είχαν αιτηθεί άσυλο, ωστόσο μόνο σε μία είχε αναγνωρισθεί καθεστώς προστασίας.
Όσον αφορά στις προκλήσεις και τα εμπόδια που συναντούν για την κοινωνική τους ένταξη, λαμβάνοντας υπόψη τη διάσταση του φύλου, ο ομιλητής επισήμανε ότι από το σύνολο των συνεντεύξεων προκύπτει ότι αντιμετωπίζουν σοβαρή δυσκολία επικοινωνίας, λόγω της μη γνώσης της ελληνικής γλώσσας, η οποία δεν επιτρέπει την ομαλή ένταξή τους στο κοινωνικό σύνολο και την πρόσβαση τους στην απασχόληση, ενώ επιπλέον σημαντικό εμπόδιο αποτελεί και το ασταθές νομικό καθεστώς τους.
Η λήψη υπηρεσιών υγείας, ψυχοκοινωνικής υποστήριξης και κοινωνικών παροχών είναι εξίσου δυσχερής, συνέχισε, για ποικίλους λόγους, που σχετίζονται με το οικονομικό κόστος, το νομικό καθεστώς, τη δυσκολία πρόσβασης, την απουσία υπηρεσιών διερμηνείας, αλλά και την έλλειψη επαρκούς προσωπικού στις δομές για την εξυπηρέτηση των φιλοξενούμενων, ενώ οι συμμετέχουσες ανέφεραν επίσης ότι αντιμετώπισαν προβλήματα επικοινωνίας λόγω της απουσίας διερμηνείας και κατά την επαφή και συνδιαλλαγή τους με διάφορα επίπεδα δημοσίων υπηρεσιών για διαδικασίες όπως την έκδοση εγγράφων ή ΑΜΚΑ, ΑΦΜ κ.λπ.
Για το θετικό, αρνητικό ή ουδέτερο ρόλο που μπορεί να σηματοδοτεί το γεγονός ότι ανήκουν στο γυναικείο φύλο αναφορικά με την κοινωνική τους ένταξη, οι περισσότερες τόνισαν ότι αισθάνονται ευάλωτες λόγω προηγούμενων εμπειριών, του τρόπου που τις αντιλαμβάνεται η κοινωνία, αλλά και του πολιτισμικού πλαισίου της χώρας προέλευσής τους, που ορισμένες φορές δυσχεραίνει τις ίδιες στην ένταξή τους. Επιπλέον, καθώς οι περισσότερες συμμετέχουσες είναι μητέρες, ανέφεραν ότι δυσκολεύονται ακόμη και να αναζητήσουν εργασία λόγω της απουσίας ενός υποστηρικτικού περιβάλλοντος που θα μπορούσε να αναλάβει τα παιδιά κατά την απουσία τους.
Στην κατηγορία ερωτήσεων σχετικά με τα δικαιώματα, τις υποχρεώσεις και «γνώσεις-κλειδιά» των συμμετεχουσών, διαπιστώθηκε πλήρης άγνοια ή ασαφής συγκεχυμένη γνώση για πολλά από τα δικαιώματά τους, λόγω και πάλι της μη γνώσης της γλώσσας και της αδυναμίας επικοινωνίας. Στο σύνολό τους, οι συμμετέχουσες ανέφεραν πλήρη απουσία υποστηρικτικών δομών και υπηρεσιών, αλλά και μεροληπτικές συμπεριφορές, οι οποίες επίσης συμβάλλουν στην ανεπαρκή γνώση των δικαιωμάτων αλλά και των υποχρεώσεών τους.
Αναφορικά με τις ευκαιρίες εκπαίδευσης που τους παρέχονται, οι συμμετέχουσες ανέφεραν πως αρχικά ήταν ελλιπείς, αποσπασματικές και ανεπαρκείς, επισημαίνοντας πως ακόμη και αυτές που διεξάγονταν διακόπηκαν λόγω της πανδημίας και των μέτρων περιορισμού της. Πολλές ήταν οι συμμετέχουσες που δήλωσαν την επιθυμία τους για συμμετοχή σε εκπαιδευτικές διαδικασίες και σε προγράμματα εκμάθησης επαγγελματικών δεξιοτήτων, αναφέροντας δεξιότητες που σχετίζονταν άμεσα με τους στερεοτυπικούς έμφυλους ρόλους τους, όπως ραπτική, μαγειρική, φροντίδα βρεφών ή ηλικιωμένων κ.λπ.
Τέλος, ολοκλήρωσε την παρουσίασή του ο κ. Φούσκας, όσον αφορά στα μελλοντικά τους σχέδια, στην πλειονότητά τους οι συμμετέχουσες αναφέρουν ότι αισθάνονται έντονη ανασφάλεια και αβεβαιότητα για το μέλλον, λόγω της μακροχρόνιας διαδικασίας αναμονής απάντησης στο αίτημα ασύλου, η οποία προσεγγίζει κατά μέσο όρο τα δύο έτη, του φόβου απορριπτικών αποφάσεων ή της λήψης ήδη μίας απορριπτικής απόφασης χορήγησης ασύλου. Παρ’ όλα αυτά, οι περισσότερες εκφράζουν την επιθυμία τους να παραμείνουν στην Ελλάδα, να λάβουν νομική αναγνώριση, να ενταχθούν πλήρως στην κοινωνία, ασκώντας όλα τα δικαιώματα και τηρώντας όλες τις υποχρεώσεις τους στη χώρα, και να βελτιώσουν τη διαβίωσή τους, αναγνωρίζοντας ότι μέχρι να συμβεί αυτό έχουν βασικές επείγουσες ακάλυπτες ανάγκες στην καθημερινότητά τους. Η τρέχουσα κατάσταση αναφέρουν ότι τους προκαλεί ψυχική και σωματική εξάντληση, αισθήματα εγκλωβισμού και απόγνωσης, και δεν τους επιτρέπει να κάνουν κανένα σχέδιο για το μέλλον.
Συνοψίζοντας, κατέληξε ο κ. Φούσκας, τα πρώτα ευρήματα της έρευνας αναδεικνύουν τα σοβαρά προβλήματα που αντιμετωπίζουν οι γυναίκες αυτές -τα οποία έχουν ενταθεί σημαντικά με την πανδημία- και την αναγκαιότητα σχεδιασμού πολιτικών για την αντιμετώπισή τους, οι οποίες θα επιτρέψουν την ομαλή ένταξη της ευάλωτης αυτής ομάδας ανθρώπων στην κοινωνία μας.
Αλλαγές στην εργασία
Δεν είναι η πρώτη φορά που η Ιατρική καλείται να αντιμετωπίσει μια πανδημία και τις αλλαγές που αυτή επιφέρει σε τομείς της καθημερινότητας όπως η εργασία, ξεκίνησε την εισήγησή του με θέμα «Ανατροπές στην εργασία και ο νέος ρόλος της Ιατρικής Εργασίας στα χρόνια της πανδημίας του νέου κορωνοϊού» ο κ. Θεόδωρος Κωνσταντινίδης, Ειδικός Ιατρός Εργασίας, Καθηγητής Ιατρικής και Διευθυντής του Εργαστηρίου Υγιεινής και Προστασίας Περιβάλλοντος του Τμήματος Ιατρικής στο Δημοκρίτειο Πανεπιστήμιο Θράκης.
Η τρέχουσα πανδημία δεν είναι η πρώτη και ασφαλώς δεν θα είναι η τελευταία. Ωστόσο, από τη δεκαετία του 70 και μετά, η αύξηση της θνησιμότητας λόγω πανδημιών έχει περιορισθεί σημαντικά, ανέφερε ο ομιλητής, εξηγώντας πως η ηπιότερη συμπτωματολογία που παρατηρείται σήμερα με τη νέα μετάλλαξη του ιού και η μειωμένη συχνότητα βαρύτερης νόσησης και θνητότητας αντανακλά το σύνηθες πρότυπο φθίνουσας πορείας των λοιμωδών νοσημάτων στο χρόνο, που έχει ιστορικά διαπιστωθεί.
Το φαινόμενο αυτό, συνέχισε, που έχει περιγραφεί ως «ευφυΐα» των ιών, συνίσταται στις αλλαγές που πραγματοποιούν στη δομή τους, έτσι ώστε να μπορούν να διασπαρθούν για να επιβιώσουν, χωρίς όμως ταυτόχρονα να καταστρέφουν τους ξενιστές τους, κάτι που θα οδηγούσε στην εξάλειψη και των ίδιων.
Κατά τα lockdown της πανδημίας, το αμιγώς παραγωγικό κομμάτι συνεχίσθηκε, ενώ οι υπηρεσίες, οι οποίες σε μεγάλο βαθμό δεν λειτουργούσαν, αντικαταστάθηκαν από τη νέα μορφή εργασίας, την τηλεεργασία. Η τηλεεργασία δεν είναι ωστόσο νέα, επισήμανε ο κ. Κωνσταντινίδης, καθώς αποτελεί αντικείμενο συζητήσεων, τουλάχιστον στην ιατρική της εργασίας, εδώ και 40-50 έτη.
Ένα άλλο ζήτημα που συζητείται έντονα σήμερα, υπογράμμισε ο ομιλητής, είναι η αποχώρηση, η φυγή μεγάλου αριθμού εργαζομένων από τον ενεργό εργασιακό βίο και η επιθυμία τους για συνταξιοδότηση, η οποία φαίνεται να συνδέεται με τη δυσχέρειά τους να λειτουργήσουν προσαρμοζόμενοι στις νέες βασισμένες στην πληροφορική συνθήκες εργασίας.
Ενώ η γήρανση φέρνει κάποιους αναπόφευκτους εκφυλισμούς στη νοητική ικανότητα των ανθρώπων, μέχρι σήμερα θεωρείτο ότι οι μεγαλύτερης ηλικίας εργαζόμενοι μπορούσαν να αντεπεξέλθουν στις νέες ανάγκες και τις τεχνολογικές εξελίξεις και να είναι παραγωγικοί, στο πλαίσιο της υγιούς γήρανσης. Η τηλεεργασία άλλαξε ωστόσο τα δεδομένα, τους όρους και τις αναγκαιότητες γνώσεων χειρισμού ηλεκτρονικού υπολογιστή και εφαρμογών που χρησιμοποιούνται για τηλεδιασκέψεις κ.λπ., δημιουργώντας δυσφορία στους μεγαλύτερης ηλικίας εργαζόμενους και αυξάνοντας το αίσθημα ανεπάρκειάς τους να προσαρμοσθούν στις νέες απαιτήσεις.
Εκτός όμως του ηλικιακού προτύπου που επηρεάζεται από την αποχώρηση των μεγαλύτερης ηλικίας εργαζόμενων, φαίνεται να υπάρχει και μία έμφυλη προτίμηση, καθώς οι γυναίκες που επιλέγουν την αποχώρηση από τον ενεργό εργασιακό βίο είναι περισσότερες από τους άνδρες.
Από τη σκοπιά της δημονοσολογίας της εργασίας, μέχρι σήμερα, συνέχισε ο καθηγητής, γνωρίζαμε ότι οι γυναίκες ήταν αυτές που μετέβαλαν τη σχετιζόμενη με την εργασία νοσηρότητα. Με την «εισβολή» των γυναικών στον εργασιακό τομέα κατά τη δεκαετία του ’60, μειώθηκε η συχνότητα εμφάνισης καρδιαγγειακών νοσημάτων και καρκίνου, ενώ αυξήθηκαν νοσήματα που σχετίζονταν με το ανοσιακό σύστημα, αλλά και με αλλεργίες.
Η τηλεεργασία περιορίζει προφανώς τις επαγγελματικές εκθέσεις σε όλους τους παράγοντες επικινδυνότητας -μικροβιακούς, ιικούς, χημικούς, φυσικούς- εκτός των ψυχολογικών, εφόσον δεν υπάρχει φυσική παρουσία των ανθρώπων στον χώρο εργασίας. Νοσήματα επομένως που παρουσιάζονταν κατά προτίμηση σε γυναίκες, όπως οι αλλεργίες και τα προβλήματα του ανοσοποιητικού συστήματος, περιορίσθηκαν.
Είναι αναμενόμενο πως με τη λήξη της πανδημίας θα επέλθει ανάκαμψη της οικονομίας σε όλους τους τομείς, όπως έχει διαπιστωθεί και στο παρελθόν μετά από κάθε πανδημία, επισήμανε ο κ. Κωνσταντινίδης. Επίσης, συμπλήρωσε, ιστορικά, μετά από κάθε πανδημία, παρατηρείται αύξηση μισθών, ιδιαίτερα σε εξειδικευμένους εργαζόμενους, παρά το γεγονός πως υπάρχει αυξημένη προσφορά ανθρώπινου δυναμικού, η οποία θα μπορούσε να δημιουργήσει μια δεξαμενή «φτηνού» εργατικού δυναμικού.
Ποιος θα είναι ωστόσο ο ρόλος που θα κληθεί να διαδραματίσει η ιατρική της εργασίας, η υγιεινή και ασφάλεια της εργασίας, μετά την πανδημία, διερωτήθηκε. Κατά την πανδημία, η ειδικότητα αυτή δεν είχε ιδιαίτερο ρόλο, καθώς κυριάρχησαν οι κλινικές ειδικότητες και δεν δόθηκε η ευκαιρία στις ειδικότητες της ΠΦΥ να προσφέρουν όσα ενδεχομένως θα μπορούσαν, κάτι που δεν αναμένεται να αλλάξει σημαντικά. Αυτό, τόνισε, ενδέχεται και να σημαίνει τη λήξη του φαινομένου του «υγιούς εργαζόμενου» όπως το γνωρίζαμε έως σήμερα, υπό την έννοια ότι εφεξής δεν φαίνεται ότι θα έχουμε έκθεση των εργαζόμενων σε παράγοντες επικινδυνότητας λόγω εργασίας και σε σχετικά μεγάλες ηλικίες.
Ασφαλώς, κατέληξε ο ομιλητής, όλα αυτά αποτελούν προβληματισμούς και όχι οριστικά συμπεράσματα, καθώς τα υπάρχοντα δεδομένα δεν δίνουν ακόμη σαφείς απαντήσεις για το τι μέλλει γενέσθαι.
Συζήτηση
Θα μπορούσε η μεγάλη αυτή αποχώρηση εργαζόμενων από τον ενεργό εργασιακό βίο και συνταξιοδότηση των μεγαλύτερης ηλικίας εργαζόμενων να θέσει ενδεχομένως σε κίνδυνο τη θετική προοπτική ανάκαμψης της οικονομίας, διερωτήθηκε ο κ. Κουλιεράκης, ξεκινώντας τη συζήτηση και δίνοντας το λόγο στον κ. Λιαργκόβα για να αναπτύξει τις σκέψεις του στο συγκεκριμένο θέμα.
Θεωρώ ότι κατά την επόμενη τριετία έως πενταετία, η ελληνική οικονομία, μετά από πολύ μεγάλο διάστημα και αφού πέρασε από μία φάση όπου έχασε το 25% του ΑΕΠ με την οικονομική κρίση που βιώσαμε και άλλο 9% στην αρχή της πανδημίας, θα έχει θετικούς ρυθμούς ανάπτυξης, κάτι στο οποίο συνηγορούν όλα τα δεδομένα που διαθέτουμε, ανέφερε ο κ. Λιαργκόβας. Μια άλλη εξέλιξη ωστόσο, που λαμβάνει χώρα παράλληλα με την πανδημία και τα προβλήματα που καλούμαστε να αντιμετωπίσουμε, είναι η ψηφιακή επανάσταση που συντελείται σήμερα, που αλλάζει και αυτή τα δεδομένα σε όλους τους τομείς της ζωής των ανθρώπων, στον τρόπο οργάνωσης της εργασίας, στον τρόπο κοινωνικοποίησης, στην ψυχολογική τους κατάσταση. Η δυναμική της οικονομίας και οι ψηφιακές αλλαγές που συντελούνται θα οδηγήσουν κατά τα επόμενα χρόνια σε μια καινούργια κατάσταση, όπου θα πρέπει να δοθεί αυξημένη μέριμνα στις κοινωνικές και τις ψυχολογικές διαστάσεις της ζωής και ιδιαίτερα στις ευάλωτες κοινωνικές ομάδες του πληθυσμού, οι οποίες δεν θα πρέπει να αποκλεισθούν από τις θετικές οικονομικές εξελίξεις. Η μεγαλύτερη πρόκληση που θα κληθούμε να αντιμετωπίσουμε είναι να έχει η ανάπτυξη θετικές επιπτώσεις και να ωφελήσει όλες τις ομάδες του πληθυσμού, χωρίς να αφήσει κανένα τμήμα της κοινωνίας έξω.
Η συμπερίληψη στους πολιτικούς σχεδιασμούς ευάλωτων ομάδων, όπως μετακινούμενων πληθυσμών, ανέργων, γυναικών, ηλικιωμένων, άστεγων κ.ά., και η εφαρμογή μέτρων για την κοινωνική ένταξη και την ενεργοποίησή τους είναι πολύ βασική, συμφώνησε ο κ. Φούσκας. Ιδιαίτερα όσον αφορά στους μετακινούμενους πληθυσμούς, ανεξαρτήτως νομικού καθεστώτος, υπάρχουν πολλά προβλήματα και ελλείψεις όσον αφορά στην προσαρμογή τους και μεγάλη ανάγκη για κοινωνική ενσωμάτωση και ομαλή ένταξη αυτών των ανθρώπων στη νέα τους πραγματικότητα.