Το στρογγυλό τραπέζι, που συντόνισαν οι καθηγητές Νίκος Πολύζος και Χαράλαμπος Οικονόμου, ασχολήθηκε με τις προκλήσεις που ανέδειξε η πανδημία αναφορικά με τη βιωσιμότητα των νοσοκομείων κατά τη διάρκειά της, κυρίως όμως αυτές που πρέπει να αντιμετωπιστούν την επόμενη μέρα, καθώς και προτάσεις για την αναδιάρθρωση των νοσοκομείων ώστε να ανταποκριθούν στο νέο περιβάλλον της μετά Covid εποχής.
Ο κ. Νίκος Πολύζος, Καθηγητής Διοίκησης και Οργάνωσης Υπηρεσιών Υγείας, Τμήμα Κοινωνικής Εργασίας, Σχολή Κοινωνικών, Πολιτικών & Οικονομικών Επιστημών, Δ.Π.Θ., έκανε μία συνοπτική περιγραφή του συστήματος, τονίζοντας ότι αυτό που έχει γίνει μέχρι σήμερα για τη βιωσιμότητα είναι μία χαλαρή διασύνδεση νοσοκομείων και υπηρεσιών, ενώ χαρακτήρισε τη διασύνδεση ως μια εφεύρεση του πολιτικού συστήματος. Στη μεταρρύθμιση του 2011 πραγματοποιήθηκε η διασύνδεση 80 πρωτευόντων νοσοκομείων με 50 δευτερεύοντα στον δημόσιο τομέα, ενώ στον ιδιωτικό οι συγχωνεύσεις ρυθμίστηκαν από την αγορά. Η πανδημία έφερε στην επιφάνεια την ανάγκη για την αναδιάρθρωση τόσο της πρωτοβάθμιας φροντίδας υγείας όσο και της νοσοκομειακής φροντίδας, υπογράμμισε ο κ. Πολύζος και έδωσε τον λόγο στην κ. Λένα Μπορμπουδάκη, Διοικήτρια της 7ης Υγειονομικής Περιφέρειας Κρήτης.
Στις πρωτοφανείς δυσκολίες που κλήθηκε να αντιμετωπίσει το Εθνικό Σύστημα Υγείας υπό τις συνθήκες που δημιούργησε η πανδημία αναφέρθηκε η κ. Μπορμπουδάκη, αλλά και στην ανάγκη για τη χάραξη μιας νέας πολιτικής για το αύριο της υγείας στην Ελλάδα, στη μετά Covid εποχή. Είναι μια πρόκληση για το σύστημα υγείας ως σύνολο και όχι μόνο για τα νοσοκομεία, ανέφερε, σε συνδυασμό με τις αυξημένες ανάγκες υγείας που δημιουργούνται από τον γηράσκοντα πληθυσμό, τους χρόνιους ασθενείς, τα σπάνια νοσήματα, τις καινοτόμες και ακριβές θεραπείες, την καθολική πρόσβαση και την πρόληψη. Ταυτόχρονα, έχουμε να αντιμετωπίσουμε τους πεπερασμένους πόρους του συστήματος, αλλά και το brain drain, το οποίο έγινε ιδιαίτερα αισθητό στην περίπτωση της έλλειψης της ειδικότητας του αναισθησιολόγου, παρόλο που λήφθηκαν αρκετά μέτρα και δόθηκαν σημαντικά κίνητρα, ανέφερε. Μεταξύ αυτών, έκανε ιδιαίτερη μνεία στην ενεργειακή αναβάθμιση των υποδομών ύψους άνω των 20 εκ. για την 7η Υ.Πε.
Στη συνέχεια περιέγραψε τις προσπάθειες που έγιναν ώστε η ετοιμότητα του συστήματος υγείας στην πανδημία να είναι υψηλή, προκειμένου να μπορέσει να καλύψει όλες τις απαιτούμενες υπηρεσίες, όπως δειγματοληψίες και διενέργεια μοριακού ελέγχου, φροντίδα παιδιών και άλλων ευπαθών ομάδων, ομάδες διαχείρισης Covid-19 & εκπαίδευση, ενίσχυση του ρόλου της ΠΦΥ & διαχείριση χρόνιων ασθενών, εφοδιασμό σε ΜΑΠ και υπηρεσίες, διάγνωση, παρακολούθηση και θεραπεία, αξιοποίηση ψηφιακών λύσεων. Η κ. Μπορμπουδάκη υπογράμμισε την ανάπτυξη 25 νέων κλινών ΜΕΘ και κλινών νοσηλείας και τη γενικότερη συμβολή της Υγειονομικής Περιφέρειας ώστε η Κρήτη να μπορεί να θεωρηθεί ένα ασφαλές μέρος για τον τουρισμό.
Αναφέρθηκε ακόμη στη σημαντική ενίσχυση σε ανθρώπινο δυναμικό, αλλά και στην ανάπτυξη της τηλεϊατρικής, η οποία είναι σημαντική για μια περιοχή με ιδιαίτερο γεωγραφικό ανάγλυφο όπως είναι η Κρήτη. Η εξέλιξη αυτή αναδεικνύεται ως ακόμα πιο σημαντική αν ληφθεί υπόψη ότι, σύμφωνα με τις προβλέψεις, την επόμενη 7ετία θα υπάρχει αύξηση στα χρόνια νοσήματα που δεν ανιχνεύθηκαν έγκαιρα μέσα στην πανδημία, και ιδίως στους ογκολογικούς ασθενείς.
Στη συνέχεια της παρέμβασής της, η κ. Μπορμπουδάκη προχώρησε στην παρουσίαση των βασικών συστατικών των υγιών συστημάτων υγείας όπως αυτά ορίστηκαν το 2010 από τον Π.Ο.Υ. και είναι η παροχή υπηρεσιών υγείας, το ανθρώπινο δυναμικό, τα πληροφοριακά συστήματα υγείας, η πρόσβαση σε θεραπευτική αγωγή, η χρηματοδότηση, η ηγεσία και η διακυβέρνηση.
Με βάση αυτούς τους 6 άξονες, η ομιλήτρια αναφέρθηκε στη συνέχεια στα θέματα που θα κληθούν να αντιμετωπίσουν άμεσα τα νοσοκομεία την επόμενη μέρα της πανδημίας: την επαγγελματική εξουθένωση των επαγγελματιών υγείας σε συνδυασμό με το brain drain, τη μόνιμη στελέχωση των Γ.Ν. με προσωπικό που σήμερα απασχολείται με συμβάσεις ορισμένου χρόνου, την κάλυψη των ανικανοποίητων αναγκών υγείας που προέκυψαν εξαιτίας της πανδημίας, την αντιμετώπιση του post-Coνid συνδρόμου αλλά και των θεμάτων ψυχικής υγείας -κάνοντας την παραδοχή ότι η ανάκαμψη θα έρθει σε μικρό χρονικό διάστημα σε σχέση με τη διάρκεια της πανδημίας. Ταυτόχρονα, θα πρέπει να αντιμετωπιστεί η ανάγκη για συνεχιζόμενη εκπαίδευση του προσωπικού, να καλυφθούν οι ανάγκες για συγκεκριμένες ειδικότητες με έμφαση πάντα στην ασφάλεια των ασθενών και στην ποιότητα υγείας, επισήμανε.
Την ανάγκη της αξιοποίησης της εμπειρίας από την πανδημία, υπογράμμισε κατόπιν η κ. Μπορμπουδάκη, σε όλες τις πτυχές των δραστηριοτήτων και των υπηρεσιών από την ανάπτυξη των υποδομών με νέες κλίνες ΜΕΘ, νέα έργα και νέα χρηματοδοτικά εργαλεία, την εμπέδωση της πληροφοριακής κουλτούρας μέσω της ανάπτυξης ηλεκτρονικών υπηρεσιών, την αναδιοργάνωση της Π.Φ.Υ. με την εδραίωση του θεσμού του οικογενειακού ιατρού και τη διασύνδεση με τα νοσοκομεία, την αύξηση των προϋπολογισμών μέσα από το νέο σύστημα χρηματοδότησης νοσοκομείων (DRG), τη χαρτογράφηση των πολιτών και τη βέλτιστη διαχείριση δωρεών και ιδιωτικής πρωτοβουλίας.
Απαραίτητο είναι όμως και ένα σχέδιο ανάκαμψης για τη μετά Coνid εποχή, τόνισε η ομιλήτρια, με επιχειρησιακά σχέδια με πρόβλεψη κλιμάκωσης και έγκαιρης αντιμετώπισης, τα οποία θα διαχέονται σε όλα τα στελέχη, με στόχο την λειτουργία μέσα από ομάδες. Η οργάνωση του συστήματος θα πρέπει να περιλαμβάνει δίκτυο εργαστηρίων/ testing και δίκτυο προμηθειών σε συνδυασμό με ένα ευέλικτο σύστημα προμηθειών, δίκτυα επιτήρησης με τη δημιουργία καναλιών επικοινωνίας και φαρμακοεπαγρύπνηση, επισήμανε, ενώ υπογράμμισε την ανάγκη της αξιοποίησης του εθελοντισμού αλλά και την ενεργό συμμετοχή της κοινότητας.
Σε παγκόσμιο επίπεδο, σύμφωνα με τον Π.Ο.Υ., η πανδημία αφήνει ως παρακαταθήκη την ενίσχυση της έρευνας με ιδιαίτερη έμφαση στη Βιολογία καθώς και την ανάγκη επιτάχυνσης αλλά και χρηματοδότησης κλινικών μελετών, και τέλος, την ανάγκη δημιουργίας ενός Ευρωπαϊκού Σύστηματος Επικοινωνίας και τηλεσυμβουλευτικής ώστε να υπάρξει ενίσχυση της εκπαίδευσης αλλά και ευκολότερη διάχυση καλών πρακτικών, είπε η κ. Μπορμπουδάκη.
Κλείνοντας, η κ. Μπορμπουδάκη επικεντρώθηκε στις απαιτούμενες για τη χώρα δράσεις, υπογραμμίζοντας την ανάγκη, σε θεσμικό επίπεδο, της δημιουργίας ενός Εθνικού Οργανισμού Δημόσιας Υγείας ο οποίος θα είναι διασυνδεδεμένος με περιφερειακές υπηρεσίες υγείας και δημόσιας υγείας, ενώ θα υπάρχει η δυνατότητα για αποκεντρωμένη λήψη αποφάσεων. Η διαχείριση μελλοντικών κινδύνων θα πρέπει να στηρίζεται σε μια επικοινωνιακή πολιτική σωστά σχεδιασμένη με ταυτόχρονη ανάπτυξη διαύλων επικοινωνίας, ενώ είναι απαραίτητο να υπάρχει συντονισμός σε ευρωπαϊκό/εθνικό/περιφερειακό επίπεδο με τη χρήση προγνωστικών μοντέλων, κατέληξε.
Στη συνέχεια τον λόγο πήρε η κ. Αναστασία Μπαλασοπούλου, Προϊσταμένη Διεύθυνσης Προγραμματισμού και Ανάπτυξης Πολιτικών Υγείας και Κοινωνικής Αλληλεγγύης, 1ης Υ.ΠΕ., π. Διοικήτρια, Γ.Ν.Α. «Ιπποκράτειο», για να παρουσιάσει μια εποπτική προσέγγιση στο ζήτημα της βιωσιμότητας των νοσοκομείων υπό το πρίσμα της Υγειονομικής Περιφέρειας, μεταφέροντας την εμπειρία της τόσο ως διευθύντρια προγραμματισμού και ανάπτυξης αλλά και μέσα από προηγούμενες θέσεις της εντός του συστήματος υγείας.
Εξετάζοντας μια σειρά από παραμέτρους στο περιβάλλον της πανδημίας, αναδείχθηκαν τα όρια του νοσοκομειακού τομέα, δημόσιου και ιδιωτικού: την επάρκεια των υποδομών, τα όρια του εργατικού δυναμικού, τα ζητήματα διακυβέρνησης / λήψης αποφάσεων, την επάρκεια των υπηρεσιών για υποστήριξη του συντονισμού, τη δυνατότητα επιχειρησιακών προσαρμογών, τη συνεργασία /συμπληρωματικότητα μεταξύ νοσοκομείων δημόσιου και ιδιωτικού τομέα και τη συλλειτουργία με πανεπιστημιακές κλινικές. Βάσει των παραμέτρων αυτών, η κ. Μπαλασοπούλου στη συνέχεια ανέλυσε τις υποδομές της 1ης Υ.Πε., όπου οι κλίνες ΜΕΘ διπλασιάστηκαν σε σχέση με τον Ιανουάριο του 2020, όμως, το εργατικό δυναμικό έδειξε ιδιαίτερη απροθυμία να εργαστεί στο σύστημα υγείας. Είναι ενδεικτικό ότι παρά τους συνεχείς διαγωνισμούς που σάρωσαν όλες τις δεξαμενές ανθρώπινου δυναμικού, συγκέντρωσαν αιτήσεις για το 50% των θέσεων, με την τελική προσέλευση να είναι της τάξης του 30%.
Η κ. Μπαλασοπούλου τόνισε ότι σε επίπεδο διακυβέρνησης το σύστημα λειτούργησε με μεγαλύτερη ταχύτητα στη λήψη αποφάσεων, προσαρμοζόμενο στις ανάγκες των καιρών και το ίδιο συνέβη με τις υπηρεσίες, ενώ υπήρξε η δυνατότητα προσαρμογών μέσω των επιχειρησιακών σχεδίων. Η 1η Υ.Πε. συμβλήθηκε με ΣΔΙΤ με το Ερρίκος Ντυνάν και άλλες δομές, οι οποίες λειτούργησαν με διαφορετικές ταχύτητες και τρόπους κάτω από δύσκολες συνθήκες και χωρίς προηγούμενη εμπειρία. Ορισμένες πανεπιστημιακές κλινικές δυστυχώς αρνήθηκαν να αναλάβουν την αντιμετώπιση Covid περιστατικών, παρατήρησε, αλλά εξέφρασε τη βεβαιότητα ότι η επόμενη προσπάθεια θα είναι πιο πετυχημένη.
Σύμφωνα με την κ. Μπαλασοπούλου, το μεγαλύτερο όπλο στη φαρέτρα μας και η παρακαταθήκη για το αύριο μετά την πανδημία είναι οι μετρήσεις απόδοσης, ως εργαλείο σχεδιασμού και η συνεχής ενημέρωση επί των δεικτών, οι καθημερινές ή/και εβδομαδιαίες αναφορές ανά νοσοκομείο που χρησίμευσαν στην αξιολόγηση και την επιχειρησιακή ετοιμότητα, και η εφαρμογή KPIs επί ενός ευρέος φάσματος λειτουργικών παραμέτρων. Αυτή είναι μια υπηρεσία που λειτούργησε συντονισμένα, είπε, και εκτίμησε πως πλέον είμαστε έτοιμοι να προχωρήσουμε στο επόμενο επίπεδο.
Οι κυριότερες διαπιστώσεις, ανέφερε, σχετικά με τον σχεδιασμό είναι ότι λειτούργησε καλά, ενώ ταυτόχρονα λειτούργησαν τόσο η άμεση προσαρμογή και η αλληλοκάλυψη των νοσοκομείων, όσο και οι υποχρεωτικές συνέργειες, όλα χάρη στην κεντρική διακυβέρνηση του συστήματος.
Τα ερωτήματα που προέκυψαν μέσα στην πανδημία σχετικά με τη βιωσιμότητα των νοσοκομείων την επόμενη ημέρα, όπως τέθηκαν από την κ. Μπαλασοπούλου είναι: ποιες μονάδες μπορούν να συνεχίσουν ως νοσοκομεία, ποια νοσοκομεία μπορούν να συνεχίσουν μεμονωμένα, κάτω από ποιες οι συνθήκες ή προϋποθέσεις και τέλος, ποια η σημασία και η διαχείριση του ανθρώπινου δυναμικού. Ταυτόχρονα, και σε αυτή την περίπτωση θα πρέπει να επανεκτιμήσουμε το σύστημα του συντονισμού, τον ρόλο των Υ.Πε., αν θα προχωρήσουμε με ένα σύστημα «command and control” ή αυτονομίας και αν θα υπάρχει λογοδοσία, επισήμανε.
Στη συνέχεια παρουσίασε μία πρόταση δύο πυλώνων πολιτικών για τη βιωσιμότητα των νοσοκομείων. Η πρόταση εδράζεται στο ανθρώπινο δυναμικό, τη λογοδοσία και τις διαδικασίες αξιολόγησης και έχει ως στόχο τη σύγχρονη ποιοτική θεραπεία και την πρόσβαση των ασθενών. Ο ένας πυλώνας αφορά στην αναδιοργάνωση ρόλων νοσοκομείων και ομάδων νοσοκομείων, αλλά και στη διακυβέρνηση (κεντρική ή αποκεντρωμένη), ενώ ο δεύτερος πυλώνας αφορά τα εργαλεία που θα χρησιμοποιηθούν με benchmarking και KPIs για τις Περιφέρειες, με γνώμονα την ποιότητα, και φυσικά τη χρηματοδότηση, η οποία θα πρέπει να γίνεται σύμφωνα με την απόδοση.
Αναφορικά με την αναδιοργάνωση των νοσοκομείων, πρότεινε τον επαναπροσδιορισμό του ρόλου τους βάσει κριτηρίων, τονίζοντας την ανάγκη για σύγχρονες μορφές (π.χ. Hospices, Minor Injuries Units, Step Down Hospitals). Αντίστοιχα, κριτήρια θα πρέπει να εφαρμοστούν και για τις ομάδες νοσοκομείων, τόνισε, ενώ έδωσε έμφαση στον επανασυντονισμό της συνύπαρξης πανεπιστημιακών κλινικών και τμημάτων του ΕΣΥ.
Για την αναδιοργάνωση του συστήματος διακυβέρνησης, πρότεινε την αναβάθμιση του ρόλου των Υ.Πε. με τη χρήση benchmarking μεταξύ Νοσοκομειακών Μονάδων αλλά και ειδικών Τμημάτων, με παρακολούθηση ανάλογων KPIs (π.χ. δείκτες αξιοποίησης χειρουργείων, ΜΕΘ, προσωπικού) και την εκπόνηση και επίβλεψη εφαρμογής Επιχειρησιακών Σχεδίων Μεταβολής/ Προσαρμογής Μονάδων. Θα πρέπει να υπάρχει η δυνατότητα παρέμβασης στον συντονισμό μεταξύ νοσοκομειακών μονάδων, υπογράμμισε, αλλά και να μπορούν οι Υ.Πε. να διαδραματίζουν εισηγητικό και συντονιστικό ρόλο στη συνεργασία με τον ιδιωτικό τομέα, τα στρατιωτικά και τα πανεπιστημιακά νοσοκομεία. Ως κομβική πρόκρινε τη θεσμική συνεργασία μεταξύ φορέων, Υ.Πε. και ΕΚΑΒ, υπό το Υπουργείο Υγείας αλλά και μεταξύ των Υ.Πε. για αντιμετώπιση λειτουργικών θεμάτων.
Ιδιαίτερα σημαντικός για τον σχεδιασμό της επόμενης μέρας είναι ο επαναπροσδιορισμός των εργασιακών σχέσεων με έμφαση -μεταξύ άλλων- στη διαδικασία ανάδειξης Διευθυντή Ιατρικής Υπηρεσίας αλλά και στην αντιμετώπιση του θέματος της «πλήρους και αποκλειστικής απασχόλησης» και των ιδιωτών ιατρών με συμβάσεις ή και ΣΔΙΤ, είπε η κ. Μπαλασοπούλου.
Η βιωσιμότητα των Δημοσίων Νοσοκομείων είναι εφικτή, κατέληξε η ομιλήτρια, με απαραίτητες προϋποθέσεις την εξέλιξη των νοσοκομειακών σχηματισμών και την παράλληλη μετεξέλιξη του σχήματος διακυβέρνησης.
Στη συνέχεια ο συντονιστής της συνεδρίας κ. Χαράλαμπος Οικονόμου, Καθηγητής Κοινωνιολογίας και Πολιτικής Υγείας, Τμήμα Κοινωνιολογίας Παντείου Πανεπιστημίου Κοινωνικών και Πολιτικών Επιστημών, Αντιπρύτανης Έρευνας και Δια Βίου Μάθησης,
έδωσε τον λόγο στον κ. Παντελή Μεσσαρόπουλο, Δρ, MD, MSc, PhD(c), Προέδρο Διοικητικού Συμβουλίου ΚΕ.ΤΕ.Κ.Ν.Υ., για να παρουσιάσει την οπτική του Κέντρου Τεκμηρίωσης και Κοστολόγησης Νοσοκομειακών Υπηρεσιών για την επόμενη μέρα των νοσοκομείων στην Ελλάδα.
Ο κ. Μεσσαρόπουλος έκανε μια εισαγωγική αναφορά στα Κλειστά Ενοποιημένα Νοσήλια ως μία σημαντική καινοτομία που εφαρμόστηκε το 2010, η οποία όμως δεν απέδωσε εξαιτίας της έλλειψης λογισμικού ομαδοποίησης (grouper), αλλά και της έλλειψης εκπαίδευσης από τους κωδικοποιητές/γιατρούς. Στη συνέχεια, σχολίασε τον χρόνο που χάθηκε στο διάστημα 2012-14, αποδίδοντας το γεγονός στην ανωριμότητα της κοινωνίας να δεχτεί τέτοιες μεταρρυθμίσεις, ενώ θύμισε τις αντιδράσεις που προέκυψαν όταν ιδρύθηκε το Εθνικό Συμβούλιο Ανάπτυξης Νοσηλευτικής (ΕΣΑΝ). Σε αντιπαραβολή με τα παραπάνω, επισήμανε την ανυπομονησία με την οποία αντιμετωπίστηκε η εφαρμογή των DRGs από νοσηλευτικά ιδρύματα και γιατρούς, η οποία είναι ενδεικτική της ωριμότητας των συνθηκών.
Ως βασική προϋπόθεση για τη λειτουργία του συστήματος κοστολόγησης, ο ομιλητής έθεσε τη λήψη αξιόπιστης πληροφορίας από τα νοσοκομεία, η οποία είναι ο ακρογωνιαίος λίθος για να υλοποιηθούν οι προτάσεις της κ. Μπαλασοπούλου, με τις οποίες δήλωσε απόλυτα σύμφωνος. Χρειαζόμαστε δείκτες μετρήσιμους και αξιόπιστους που δεν θα δέχονται καμία αμφισβήτηση, υπογράμμισε, και για να το πετύχουμε αυτό υπάρχουν κάποια προαπαιτούμενα, ο ηλεκτρονικός φάκελος υγείας είναι ένα από αυτά. Το ΚΕΤΕΚΝΥ επέμεινε ιδιαίτερα στην αναγκαιότητα της εφαρμογής του ηλεκτρονικού φακέλου υγείας, παρά τις αντιδράσεις που συνάντησε από πολλά νοσοκομεία, κυρίως λόγω της «πρωτόγονης» κατάστασης που βρίσκονται, σημείωσε. Παράλληλα υπογράμμισε την επένδυση του φορέα στην 7η Υ.Πε. συνολικά, παρ’ όλο που και σε αυτήν υπήρχαν νοσοκομεία σε παρόμοια κατάσταση.
Η ποιότητα της πληροφορίας μπορεί να ελεγχθεί μέσω του ηλεκτρονικού φακέλου υγείας, τόνισε, το ζήτημα όμως που ανακύπτει είναι ποιος θα κωδικοποιεί τα στοιχεία, καθώς αυτή η εξειδίκευση δεν υπάρχει και επιπλέον οι γιατροί θεωρούν ότι δεν έχουν κανένα όφελος από την εμπλοκή τους σε μια τέτοια διαδικασία. Ενδεικτικό είναι το παράδειγμα της Κύπρου, που ανέφερε, όπου υπάρχουν γραφεία κωδικοποίησης σε όλα τα νοσοκομεία, δεν μπορούν όμως να συλλεχθούν τα στοιχεία γιατί οι γιατροί παραδίδουν τα ιστορικά σε hard-copy.
Αυτό που εφαρμόζουμε σήμερα στην Κρήτη, με στόχο την πανελλαδική εφαρμογή στη συνέχεια, είναι η σωστή συμπλήρωση του ηλεκτρονικού φακέλου από τον γιατρό, υπογράμμισε. Από τον ηλεκτρονικό φάκελο παίρνουμε την κατάλληλη πληροφορία για να εξάγουμε το DRG.
Ο στόχος είναι να προχωρήσουμε γρήγορα το σύστημα κοστολόγησης, ανέφερε, και να εντάξουμε όλα τα νοσοκομεία της χώρας μέχρι το τέλος του 2023, γεγονός που εξαρτάται βέβαια και από την πορεία του DRG Implementation στο Ταμείο Ανάκαμψης. Τα νοσοκομεία που θα ενταχθούν στο σύστημα, διαθέτοντας ηλεκτρονικό φάκελο θα έχουν επιπλέον οφέλη, υπογράμμισε, τονίζοντας ότι αφενός υπάρχει το ζήτημα της μαζικότητας της κωδικοποίησης, αφετέρου το ζήτημα της αποζημίωσης. Ήδη από το 2022 θα υπάρξει η συμφωνία για την ποσόστωση με την οποία θα αποζημιώνονται μέσω DRG τα νοσοκομεία αυτά, επισήμανε.
Κλείνοντας ο κ. Μεσσαρόπουλος τόνισε ότι, παρ’ όλο που εδώ και καιρό όλοι συμφωνούν με την αναγκαιότητα των αναδιαρθρώσεων, όπως περιγράφηκαν από τις δύο προηγούμενες ομιλήτριες, αυτές δεν έχουν εφαρμοστεί γιατί το ίδιο το σύστημα δεν τις επιθυμούσε, με σοβαρές αντιδράσεις από τους χειριστές του, γιατρούς, νοσηλευτές και διοικητικούς. Θα πρέπει να ξεκινήσει μια μεγάλη συζήτηση με τη συμμετοχή όλων των εμπλεκομένων και η εφαρμογή του συστήματος να προχωρήσει έστω και μέσα από τις αναπόφευκτες συγκρούσεις, κατέληξε.
Με την επισήμανση ότι το πρόβλημα είναι πρωτίστως πολιτικό και πως θα πρέπει να υπάρχει συνέχεια στη διοίκηση ώστε να προχωρούν οι μεταρρυθμίσεις, ο συντονιστής κ. Πολύζος έδωσε τον λόγο στον κ. Θανάση Παπαμίχο, Πρόεδρο της Ελληνικής Εταιρείας Διοίκησης Υπηρεσιών Υγείας, για να παρουσιάσει τη συμβολή της κλινικής διακυβέρνησης στον έλεγχο υπηρεσιών και δαπανών.
Ο κ. Παπαμίχος ξεκίνησε με τη διαπίστωση ότι κλινική διακυβέρνηση δεν υπάρχει στην Ελλάδα, κυρίως γιατί δεν γίνεται συντονισμένη προσπάθεια από την πολιτεία, αν και έχουν γίνει κατά καιρούς αποσπασματικά βήματα, όπως ο κλινικός έλεγχος. Με την εφαρμογή των DRGs τα νοσοκομεία όλης της χώρας θα προσπαθούν να δικαιολογήσουν και το κάθε ευρώ που ξοδεύουν και σε αυτό ο κλινικός έλεγχος μπορεί να βοηθήσει σημαντικά, ανέφερε.
Αυτό που προσπαθούμε να επιτύχουμε είναι ποιοτικές υπηρεσίες σε ένα λογικό κόστος μέσω ενός συστήματος καθημερινού ιατρικού ελέγχου στα περιστατικά, τόνισε, με σκοπό την εφαρμογή τεκμηριωμένης ιατρικής φροντίδας μέσα από κλινικά πρωτόκολλα, η οποία διασφαλίζει την ιατρική αναγκαιότητα, αλλά και την καταλληλότητα της νοσηλείας. Οι τεχνικές αυτές, που εφαρμόζονται σε πολλές αναπτυγμένες χώρες, εξασφαλίζουν την ποιότητα της νοσηλείας, ενώ παράλληλα περιορίζονται οι δαπάνες, επισήμανε.
Περιγράφοντας την ελληνική πραγματικότητα, ο ομιλητής ανέφερε ότι ο κλινικός έλεγχος εφαρμόζεται στον ιδιωτικό τομέα, μέσω των ιδιωτικών ασφαλιστικών εταιρειών τα τελευταία 20 χρόνια, με σημαντικά αποτελέσματα κυρίως στον περιορισμό των δαπανών. Ενδεικτικά, στην πρώτη εφαρμογή το μέσο κόστος ιατρικών εξόδων μειώθηκε κατά 24%, η μέση διάρκεια νοσηλείας κατά 45%, ενώ ο συνολικός περιορισμός του ετήσιου κόστους νοσηλείας κυμάνθηκε στο 12-15%, είπε. Σε αυτά τα ποσοστά δεν έχουν προστεθεί οι περικοπές που ορίζονται ως μη μετρήσιμες το κόστος των οποίων υπολογίζεται ότι ανέρχεται στο διπλάσιο του μετρήσιμου κόστους. Μερικά παραδείγματα μη μετρήσιμων περικοπών είναι τα περιστατικά που δεν προσήλθαν έπειτα από άρνηση του ελεγκτικού μηχανισμού, εκείνα που τους αρνήθηκαν την παράταση νοσηλείας και τη διεξαγωγή επιπλέον διαγνωστικών εξετάσεων, κ.α.
Ως παράδειγμα εφαρμογής του κλινικού ελέγχου στον δημόσιο τομέα ο κ. Παπαμίχος ανέφερε τον έλεγχο που έγινε στον ΟΠΑΔ, ο οποίος αν και αφορούσε 1200 νοσηλείες μόνο, συνολικού κόστους 12 εκ. €, απέφερε οφέλη 2 εκ. €, μια περικοπή της τάξης του 17,5%. Ο έλεγχος αυτός που ήταν αναδρομικός, αν γινόταν σε πραγματικό χρόνο, τα οφέλη θα ήταν ακόμη μεγαλύτερα, επισήμανε ο ομιλητής, τόσο όσον αφορά τις περικοπές όσο και την ποιότητα της νοσηλείας. Επόμενο παράδειγμα που παρέθεσε ήταν η εφαρμογή του κλινικού ελέγχου το 2014 από τον ΕΟΠΥΥ στις ιδιωτικές κλινικές, και πάλι αναδρομικά. Ο έλεγχος αυτός οδήγησε σε περικοπή της τάξης του 13,5%, αλλά ταυτόχρονα έδωσε στο κράτος τα στοιχεία ώστε να γίνει δικαιότερος επιμερισμός του clawback και στους παρόχους τη δυνατότητα να αναπροσαρμόσουν τη λειτουργία των τμημάτων τους. Με την εφαρμογή του κλινικού ελέγχου σε πραγματικό χρόνο δημιουργείται και μία κουλτούρα συναίνεσης και συνεργασίας, η οποία λειτουργεί και εκπαιδευτικά, είπε ο ομιλητής.
Η εφαρμογή της διαδικασίας του κλινικού ελέγχου στα νοσοκομεία του ΕΣΥ μπορεί να φέρει αντίστοιχα οφέλη, σχολίασε ο κ. Παπαμίχος, αλλά και ορισμένα άλλα, όπως την αποφυγή νοσηλειών για διαγνωστικούς λόγους και των νοσηλειών που δεν έχουν περάσει από την ΠΦΥ (ένα είδος «gatekeeping»), τη μείωση των «επειγόντων» που είναι προγραμματισμένα και θέλουν να παρακάμψουν τη διαδικασία και ένα γενικότερο όφελος στις μη μετρήσιμες περικοπές. Επιπλέον, επισήμανε, θα υπάρξει εξορθολογισμός στην τιμολόγηση με τον έλεγχο της κωδικοποίησης και την εφαρμογή των DRGs, μείωση χρήσης των υλικών με την εφαρμογή διαδικασιών προέγκρισης, καθώς και τη λειτουργία επιτροπών διαιτησίας που θα λειτουργούν με απαίτηση ομοφωνίας, και συνολικά μία αποτελεσματικότερη χρήση πόρων. Οι πόροι που θα απελευθερωθούν θα χρησιμοποιηθούν για την ενίσχυση του συστήματος, ανέφερε.
Στα ελληνικά νοσοκομεία υπάρχει σήμερα μόνο ένα ταμείο, αυτό της Εθνικής Τράπεζας, το οποίο εφαρμόζει διαδικασίες κλινικού ελέγχου, με εξοικονόμηση κατά μέσον όρο της τάξης του 20%, οπότε τα περιθώρια βελτίωσης είναι πολύ μεγάλα, υπογράμμισε. Ο οικονομικός έλεγχος που γίνεται αυτή τη στιγμή από ορκωτούς λογιστές δεν μπορεί να αξιολογήσει την κλινική διαχείριση των ασθενών και ίσως τώρα είναι η ώρα της εφαρμογής αυτής της καινοτομίας, είπε ο κ. Παπαμίχος. Και κατέληξε με τη δήλωση ότι ο στόχος είναι η εξίσωση της αξίας της ιατρικής φροντίδας για τον ασθενή με το κόστος, ώστε να κάνουμε τα σωστά πράγματα, στο σωστό μέρος και με το σωστό κόστος.