Η παχυσαρκία, η οποία σχετίζεται με πολλαπλές συννοσηρότητες και αποτελεί μείζον πρόβλημα Δημόσιας Υγείας παγκοσμίως έχοντας αποκτήσει διαστάσεις πανδημίας, είναι επιτακτική ανάγκη να αντιμετωπισθεί ως χρόνιο νόσημα με μια ολοκληρωμένη πολιτική και μελετημένες παρεμβάσεις.
Το καίριας σημασίας αυτό ζήτημα και τα νεότερα σχετικά ερευνητικά δεδομένα συζητήθηκαν σε μια εξαιρετικά ενδιαφέρουσα συνεδρία που συντόνισαν από κοινού ο κ. Νικόλαος Τεντολούρης, Καθηγητής Παθολογίας και Υπεύθυνος του Διαβητολογικού Κέντρου στην Α΄ Προπαιδευτική Παθολογική Κλινική Πανεπιστημίου Αθηνών στο ΓΝΑ «Λαϊκό», και η κ. Ναΐρ-Τώνια Βασιλάκου, Καθηγήτρια Διατροφής Ειδικών Πληθυσμιακών Ομάδων & Δημόσιας Υγείας και Διευθύντρια του ΠΜΣ Δημόσια Υγεία στο Τμήμα Πολιτικών Δημόσιας Υγείας της Σχολής Δημόσιας Υγείας του ΠαΔΑ.
Αποτελέσματα της έρευνας Hellas Health VIIΙ
Λαμβάνοντας πρώτος τον λόγο, ο κ. Γιάννης Τούντας, Ομότιμος Καθηγητής Ιατρικής ΕΚΠΑ και Διευθυντής του Ινστιτούτου Κοινωνικής και Προληπτικής Ιατρικής (ΙΚΠΙ), παρουσίασε τα «Αποτελέσματα της έρευνας Hellas Health VIIΙ», η οποία πραγματοποιήθηκε τον Νοέμβριο 2021, σε συνεργασία με τη Metron Analysis, για τα θέματα υγείας του ελληνικού πληθυσμού που αφορούν στην παχυσαρκία. Η Hellas Health είναι μια έρευνα που ξεκίνησε το 2006 και διενεργείται σε αντιπροσωπευτικό δείγμα του ελληνικού πληθυσμού χιλίων ενηλίκων άνω των 18 ετών ατόμων, παρακολουθώντας διαχρονικά ορισμένα σταθερά επιδημιολογικά δεδομένα υγείας και συνήθειες όπως το κάπνισμα, η διατροφή, η σωματική άσκηση κ.λπ. Στην Hellas Health VIIΙ, ανέφερε ο κ Τούντας, διερευνήθηκε εις βάθος το θέμα της παχυσαρκίας.
Σύμφωνα λοιπόν με τα αποτελέσματα της έρευνας, ένας στους τρεις Έλληνες δεν γνωρίζει πότε χαρακτηρίζεται ένα άτομο υπέρβαρο ή παχύσαρκο βάσει του Δείκτη Μάζας Σώματος, ενώ κατά τον αυτοχαρακτηρισμό του σωματικού βάρους, 60% των ερωτώμενων θεωρούν το βάρος τους φυσιολογικό, 27% πιστεύουν ότι είναι υπέρβαροι και 7% ότι είναι παχύσαρκοι. Εν τούτοις, υπολογίζοντας τον Δείκτη Μάζας Σώματος βάσει δήλωσης ύψους και βάρους των ερωτώμενων, διαπιστώνεται ότι φυσιολογικό βάρος έχει το 40% και όχι το 60% που ήταν η υποκειμενική αίσθηση, ενώ υπέρβαροι είναι το 39% (και όχι το 27%) των ερωτώμενων και παχύσαρκοι είναι το 19% (και όχι το 7%).
Οι συμμετέχοντες στην έρευνα αναγνωρίζουν ότι η παχυσαρκία αποτελεί ένα σημαντικό πρόβλημα υγείας, με το 54% να την θεωρεί «πάρα πολύ» επικίνδυνη και το 37% «αρκετά» επικίνδυνη. 77% των ερωτώμενων χαρακτηρίζουν την παχυσαρκία ως ασθένεια, ποσοστό που δείχνει την υψηλή ευαισθητοποίηση του ενήλικου πληθυσμού στη χώρα μας γύρω από το πρόβλημα της παχυσαρκίας. Επιπροσθέτως, το 80% των συμμετεχόντων αναφέρει ότι απαιτείται ειδική θεραπεία για την παχυσαρκία, κατά συνέπεια είναι κατανοητό ότι πρέπει να απευθυνθούν σε ειδικές υπηρεσίες για την αντιμετώπιση της παχυσαρκίας, ενώ το 88% κρίνει ότι πρέπει να απευθύνονται σε ιατρό. Τα ευρήματα αυτά αποτελούν θετική έκπληξη και αντανακλούν την ιατροκεντρική κουλτούρα του πληθυσμού της χώρας μας, επισήμανε ο ομιλητής.
Από την άλλη, συνέχισε, 2 στους 3 δεν γνωρίζουν την ύπαρξη ειδικών φαρμάκων για την καταπολέμηση της παχυσαρκίας, ενώ στην ερώτηση για το ποσοστό που επιθυμούν να καλύπτει το κράτος στα φάρμακα για την παχυσαρκία παρατηρείται το αναμενόμενο, δηλαδή ότι η απαίτηση είναι όσο το δυνατόν μεγαλύτερη κάλυψη. Η αντίδραση αυτή, η οποία εντοπίζεται και σε άλλες έρευνες, συμπλήρωσε ο κ. Τούντας, οφείλεται στην οικονομική κρίση και την πανδημία, που ανέδειξαν το κόστος ως σημαντικό εμπόδιο στην απόκτηση της αναγκαίας ιατροφαρμακευτικής περίθαλψης.
Στην ερώτηση «ποια μέτρα είναι πιο σημαντικά κατά της παχυσαρκίας», διαπιστώνεται η σωστή κρίση των συμμετεχόντων στην έρευνα, καθώς 88% ανέφεραν την άσκηση, 86% τη διατροφή, 17% τα φάρμακα και 14% τα συμπληρώματα διατροφής. Στην ιεράρχηση της σημαντικότητας για τη διαχείριση του βάρους, πρόσθεσε ο Καθηγητής, προηγείται σημαντικά ο υγιεινός τρόπος ζωής και ακολουθεί η άσκηση, ενώ γίνεται επίσης φανερό ότι η απώλεια βάρους απαιτεί ολιστική κι όχι μονόπλευρη προσέγγιση, μέσα σε ένα πλαίσιο υγιεινών επιλογών και τρόπου ζωής.
Ενώ ωστόσο υψηλά ποσοστά των ερωτώμενων θεωρούν την παχυσαρκία επικίνδυνη για την υγεία (80%) και πιστεύουν ότι χρειάζεται αντιμετώπιση από ειδικούς (88%), στην ερώτηση σε όσους εκ των συμμετεχόντων δήλωσαν υπέρβαροι ή παχύσαρκοι σχετικά με το πού έχουν απευθυνθεί (ή θα απευθύνονταν) για την απώλεια βάρους, μόνο ένας στους τρεις ανέφερε ότι επέλεξε ή θα επέλεγε ιατρό, ενώ το 50% ανέφερε ιδιώτη διαιτολόγο και ένα μικρότερο ποσοστό δήλωσε ότι απευθύνθηκε ή θα απευθυνόταν σε κέντρα αδυνατίσματος και φαρμακοποιό. Επισημαίνοντας ότι το φαρμακείο ασκεί πρωτοβάθμια φροντίδα υγείας και ο φαρμακοποιός αναπτύσσει δεσμούς εμπιστοσύνης με τους πελάτες του, ο κ. Τούντας υπογράμμισε ότι, όπως και στο κάπνισμα, έτσι και στην παχυσαρκία, ο φαρμακοποιός θα μπορούσε με την κατάλληλη κατάρτιση να αναλάβει ενεργό ρόλο και να συμβάλλει πολύ στην αντιμετώπιση του προβλήματος. Τα ευρήματα αυτά δείχνουν, τόνισε ο ομιλητής, ότι, παρά το γεγονός πως οι συμμετέχοντες αναγνωρίζουν τη σημασία του προβλήματος της παχυσαρκίας και τον κίνδυνο για την υγεία τους, στην πλειονότητά τους δεν απευθύνονται στους ειδικούς για να το αντιμετωπίσουν.
Στην ερώτηση πόσα θα ήταν διατεθειμένοι να πληρώνουν για τα φάρμακα της θεραπείας τους μηνιαίως, πολύ μικρά ποσοστά των συμμετεχόντων δήλωσαν διατεθειμένοι να καταβάλουν ακόμη και χαμηλά ποσά, εύρημα που θα πρέπει να ληφθεί υπόψη στην πολιτική που ακολουθείται όσον αφορά στη διάθεση των φαρμάκων της παχυσαρκίας, προκειμένου να υπάρχει πρόσβαση των παχύσαρκων ασθενών σε αυτά.
Τα ευρήματα της έρευνας και η σύγκρισή τους με αυτά της έρευνας του 2011 καταδεικνύουν ότι το πρόβλημα της παχυσαρκίας στη χώρα μας εξακολουθεί να είναι πολύ σημαντικό, παρότι μεσολάβησε η κρίση και η πανδημία, κατέληξε ο εισηγητής, ενημερώνοντας τους συνέδρους ότι τα πλήρη αποτελέσματα της έρευνας είναι αναρτημένα στην ιστοσελίδα του ΙΚΠΙ www.neaygeia.gr.
Είναι εντυπωσιακό ότι πολλοί θέλουν να χάσουν βάρος, σχολίασε ο κ Τεντολούρης, αλλά λίγοι απευθύνονται στους ειδικούς, και πολύ λίγοι μπορούν να πληρώσουν πάνω από 30€ τον μήνα για φαρμακευτική αγωγή. Δεδομένου ότι το 60% του πληθυσμού είναι υπέρβαροι και παχύσαρκοι, όπως υπογραμμίσθηκε, πρέπει να διερευνηθούν οι επιτρεπτικοί εκείνοι παράγοντες που θα συμβάλουν στην αντιμετώπιση της παχυσαρκίας, επισήμανε ο συντονιστής.
Η παχυσαρκία στον ενήλικο πληθυσμό της Ελλάδας – Μελέτη ΕΜΕΝΟ
Τη σκυτάλη έλαβε στη συνέχεια η επόμενη ομιλήτρια, κ. Γιώτα Τουλούμη, Καθηγήτρια Βιοστατιστικής και Επιδημιολογίας στο Εργαστήριο Υγιεινής, Επιδημιολογίας και Ιατρικής Στατιστικής της Ιατρικής Σχολής του ΕΚΠΑ, η οποία στην ομιλία της «Η παχυσαρκία στον ενήλικο πληθυσμό της Ελλάδας» παρουσίασε τα αποτελέσματα από την Εθνική Μελέτη Νοσηρότητας και Παραγόντων Κινδύνου – ΕΜΕΝΟ.
Η παχυσαρκία αποτελεί σημαντικό πρόβλημα Δημόσιας Υγείας, ξεκίνησε η ομιλήτρια, χαρακτηρίζοντάς την ως πανδημία. Όχι μόνο διαπιστώνουμε τριπλασιασμό του ποσοστού των υπέρβαρων ατόμων από το 1980 μέχρι σήμερα, εξήγησε, αλλά επιπλέον έχει φανεί η σχέση της παχυσαρκίας με την υπέρταση, την υπερχοληστερολαιμία και τον διαβήτη, διαταραχές που συνιστούν παράγοντες κινδύνου για καρδιαγγειακά νοσήματα και κάποιους τύπους καρκίνου. Τα παγκόσμια δεδομένα δείχνουν ότι πάρα πολλές χώρες στον κόσμο έχουν υψηλά ποσοστά παχυσαρκίας, η οποία πλήττει περισσότερο τις γυναίκες.
Στην έρευνα ΕΜΕΝΟ, το δείγμα ελήφθη με πολυσταδιακή, στρωματοποιημένη, τυχαία δειγματοληψία (multistage stratified random sampling) σε συνεργασία με την ΕΛΣΤΑΤ και η μελέτη πραγματοποιήθηκε με συνεντεύξεις door to door σε ενήλικες >18 ετών, συνέχισε η κ. Τουλούμη, περιγράφοντας στη συνέχεια αναλυτικά τη διαδικασία. Το ερωτηματολόγιο της μελέτης, η οποία ξεκίνησε τον Μάιο του 2013 και ολοκληρώθηκε τον Ιούνιο του 2016, συνδυάστηκε με εξετάσεις όπως μέτρηση της πίεσης, σωματομετρικές μετρήσεις (βάρος – ύψος – περιφέρεια μέσης), αιματολογικές εξετάσεις και σπειρομέτρηση, οι οποίες έγιναν από ιατρό με επίσκεψη στις οικίες των συμμετεχόντων. Από τα 12.960 νοικοκυριά που επισκεφθήκαμε, πρόσθεσε, επιλέχθηκαν 8.340, δηλαδή το ποσοστό ανταπόκρισης (response rate) ήταν 72%.
Όσον αφορά στα βασικά δημογραφικά χαρακτηριστικά, η μέση ηλικία των συμμετεχόντων ήταν τα 49 έτη, το εκπαιδευτικό επίπεδο είναι αρκετά υψηλό, ενώ το εισόδημά τους σχετικά χαμηλό και η ανεργία υψηλή. Βάσει εκτιμήσεων του ΔΜΣ, σημείωσε η ομιλήτρια, 1,1% των συμμετεχόντων ήταν ελλιποβαρείς, 29,1% είχαν φυσιολογικό βάρος, 37,7% ήταν υπέρβαροι και 32,1% ήταν παχύσαρκοι. Σε σχέση με το αυτοαναφερόμενο ΔΜΣ και τις μετρήσεις, συμπλήρωσε, παρατηρείται ότι 20% των ελλιποβαρών –κατά κύριο λόγο γυναίκες- θεωρούν ότι έχουν φυσιολογικό βάρος.
Στην κατανομή της παχυσαρκίας ανά περιοχή της Ελλάδας, η Κρήτη, ανέφερε η κ. Τουλούμη, αναδεικνύεται σε πρωταθλήτρια με 43,2%, ενώ τα πιο μικρά ποσοστά φαίνεται να έχουν τα νησιά του Ιονίου, η Θεσσαλία και η Θράκη, από 24,5% έως 28,9%, ποσοστά χαμηλότερα από τα αντίστοιχα στην Αττική που έχει 30%.
Η σχέση της παχυσαρκίας με το φύλο και την ηλικιακή ομάδα δείχνει ότι η παχυσαρκία αυξάνει με την ηλικία, ενώ ένα ενδιαφέρον εύρημα είναι ότι η σχέση με το φύλο και τις ηλικιακές ομάδες δεν παραμένει σταθερή. Έτσι, ενώ βλέπουμε ότι στις νεαρές ηλικίες οι άνδρες έχουν μεγαλύτερα ποσοστά παχυσαρκίας από τις γυναίκες, δεν ισχύει το ίδιο και στις μεγαλύτερες ηλικίες, όπου οι γυναίκες έχουν μεγαλύτερα ποσοστά από τους άνδρες.
Οι καπνιστές έχουν χαμηλότερα ποσοστά παχυσαρκίας από τους μη καπνιστές, συνέχισε η ομιλήτρια, με τους πρώην καπνιστές να έχουν τα υψηλότερα ποσοστά από όλους. Όσον αφορά στη σχέση αστικότητας-παχυσαρκίας, το εύρημα ότι ο αγροτικός πληθυσμός φαίνεται να έχει υψηλότερο ποσοστό παχυσαρκίας από τον αστικό εξηγείται από το μεγαλύτερο ποσοστό ηλικιωμένων στις αγροτικές περιοχές συγκριτικά με τις αστικές περιοχές, πρόσθεσε.
Μεγάλο ενδιαφέρον παρουσιάζει και η σχέση του κοινωνικο-οικονομικού επιπέδου με την παχυσαρκία, ανέφερε η κ. Τουλούμη, καθώς το υψηλό εκπαιδευτικό επίπεδο, αλλά και το υψηλό εισόδημα συνδέονται με χαμηλότερα ποσοστά παχυσαρκίας. Το υψηλό επίπεδο σωματικής δραστηριότητας συνδέεται επίσης με χαμηλότερα ποσοστά παχυσαρκίας, ενώ ενδιαφέρον έχει επίσης το εύρημα ότι η προσήλωση στη μεσογειακή διατροφή δεν εγγυάται χαμηλά ποσοστά παχυσαρκίας. Σύμφωνα με την εκτίμησή μας, εξήγησε, αυτό οφείλεται στο ότι τα νεαρά άτομα έχουν χαμηλά ποσοστά παχυσαρκίας ενώ δεν ακολουθούν τη μεσογειακή διατροφή, σε αντίθεση με τις μεγαλύτερες ηλικίες όπου τείνει να συνυπάρχει παχυσαρκία παρά τη μεσογειακή διατροφή.
Στο τελικό μοντέλο όπου έχουν ληφθεί υπ΄ όψη όλοι οι συγκριτικοί παράγοντες, συνέχισε η ομιλήτρια, βλέπουμε ότι οι άνδρες <40 ετών έχουν μεγαλύτερο ποσοστό παχυσαρκίας, ενώ στην ηλικία >40 ετών μεγαλύτερα ποσοστά έχουν οι γυναίκες, με τους καπνιστές να έχουν τα μικρότερα ποσοστά. Σχετικά με τις περιοχές κι αφού έχουν ληφθεί όλοι οι παράγοντες υπ’ όψη, τα υψηλότερα ποσοστά παχυσαρκίας παρουσιάζει η Κρήτη, ενώ τα μικρότερα ποσοστά έχουν τα νησιά του Ιονίου και η Θράκη. Σύμφωνα με τα ευρήματα, μεγαλύτερα ποσοστά παχυσαρκίας παρατηρούνται επίσης στις γυναίκες με παιδιά, ενώ επιβεβαιώνεται ότι το υψηλό εισόδημα συνδέεται με μικρότερα ποσοστά παχυσαρκίας, ακόμη και στο ίδιο υψηλό εκπαιδευτικό επίπεδο. Η αυξημένη σωματική δραστηριότητα βρέθηκε να συνδέεται με μικρότερα ποσοστά παχυσαρκίας και το ίδιο συμβαίνει και με την προσήλωση στη μεσογειακή διατροφή, επομένως, όπως αναμενόταν, η μεσογειακή διατροφή σχετίζεται τελικά με χαμηλότερα ποσοστά παχυσαρκίας.
Εξετάζοντας την παχυσαρκία και τις συννοσηρότητες, παρατηρείται το αναμενόμενο, είπε η ομιλήτρια. Δηλαδή τα παχύσαρκα άτομα έχουν σε υψηλότερο ποσοστό, σε σύγκριση με τα μη παχύσαρκα, υπέρταση, διαβήτη, προδιαβήτη, δυσλιπιδαιμία, σύνδρομο αποφρακτικής άπνοιας στον ύπνο, ενώ στον γενικό πληθυσμό η παχυσαρκία συνυπάρχει με τουλάχιστον μία πάθηση σε ποσοστό 81%, τη στιγμή που χωρίς παχυσαρκία μόνο 53% του γενικού πληθυσμού πάσχει από τουλάχιστον μία πάθηση. Η μελέτη έδειξε ότι η παχυσαρκία συνυπάρχει με δυσλιπιδαιμία, ακόμη και σε νεαρά άτομα. Η συνύπαρξη δυσλιπιδαιμίας και υπέρτασης στους παχύσαρκους είναι συχνότερη (15,6%) σε σύγκριση με τα μη παχύσαρκα άτομα (9,7%), στα οποία είναι συχνότερη η δυσλιπιδαιμία (16,9%).
Ο επιπολασμός της παχυσαρκίας είναι ανησυχητικά υψηλός και στα δύο φύλα σε όλη τη χώρα, με κάποιες διαφοροποιήσεις ανά γεωγραφική περιοχή, ανέφερε ολοκληρώνοντας την ομιλία της η κ. Τουλούμη. Βασικό καθοριστικό παράγοντα αποτελεί το κοινωνικο-οικονομικό επίπεδο, ενώ σημαντικοί καθοριστικοί παράγοντες είναι, κατά το αναμενόμενο, η διατροφή και η άσκηση, σημείωσε, υπογραμμίζοντας πως η παχυσαρκία συνυπάρχει σε μεγάλο βαθμό με άλλα νοσήματα/παράγοντες κινδύνου -κυρίως καρδιαγγειακά.
Καθώς είναι σαφές ότι στη χώρα μας αντιμετωπίζουμε σημαντικό πρόβλημα, η παχυσαρκία θα πρέπει να αναγνωριστεί ως νόσος και να ληφθούν στη συνέχεια μέτρα για την αντιμετώπισή της, δήλωσε, επισημαίνοντας ότι οι ενημερωτικές καμπάνιες θα πρέπει να εστιάζουν στους πιο ευάλωτους, αλλά και να αξιοποιηθούν επίσης οι νέες τεχνολογίες και τα μέσα μαζικής δικτύωσης, που χρησιμοποιούνται περισσότερο από τους νέους.
Επομένως, συνόψισε η κ. Ναΐρ-Τώνια Βασιλάκου, η μελέτη έδειξε ότι έχουμε πολύ υψηλό επιπολασμό παχυσαρκίας σε όλη τη χώρα και σημαντικές ανισότητες σε σχέση με το εκπαιδευτικό επίπεδο και το εισόδημα, καθώς και με την περιοχή προέλευσης των συμμετεχόντων. Το εύρημα ότι η Κρήτη, που αποτέλεσε τη βάση για τη μεσογειακή διατροφή, εμφανίζει τα υψηλότερα ποσοστά παχυσαρκίας στη χώρα προκαλεί ιδιαίτερη εντύπωση, σχολίασε, επισημαίνοντας ότι προφανώς οι κάτοικοί της έχουν απομακρυνθεί από την παράδοση. Επίσης σημαντική είναι η διαπίστωση της έρευνας ότι οι νέοι έχουν απομακρυνθεί από τη μεσογειακή διατροφή. Όλα αυτά τα ευρήματα σημαίνουν ότι θα πρέπει να διαφοροποιήσουμε την πολιτική που ακολουθούμε και να λάβουμε τα κατάλληλα μέτρα, κατέληξε η συντονίστρια.
Οικονομικές και κοινωνικές επιπτώσεις της παχυσαρκίας
Το λόγο έλαβε στη συνέχεια ο Πρόεδρος της Οργανωτικής Επιτροπής του Συνεδρίου, κ. Γιάννης Κυριόπουλος, που αναφέρθηκε στις «Οικονομικές και κοινωνικές επιπτώσεις της παχυσαρκίας». Είναι γνωστό από διεθνείς στατιστικές, ανέφερε ο κ. Κυριόπουλος, ότι περίπου 25% του παγκόσμιου πληθυσμού πάσχει από παχυσαρκία, η οποία έχει αναγνωρισθεί ως νόσος από διεθνείς οργανισμούς. Ο επιπολασμός της παχυσαρκίας αυξάνεται με μεγάλη ταχύτητα, επισήμανε, με αποτέλεσμα το 10% του παγκόσμιου πληθυσμού να είναι σήμερα παχύσαρκο, με «πρωταθλητές» κάποιες από τις Αραβικές χώρες, τη Β. Αμερική και τις ΗΠΑ. Στην ΕΕ των 27, συνέχισε ο Καθηγητής, παρατηρούνται σημαντικές διαφοροποιήσεις, με τις πιο προηγμένες χώρες να έχουν υψηλότερο δείκτη από τις «νεότερες» χώρες της ΕΕ.
Τα ευρήματα που παρουσιάστηκαν για τη χώρα μας στις εξαιρετικές εισηγήσεις του κ. Τούντα και της κ. Τουλούμη, υπογράμμισε, μπορούν να αποτελέσουν το υλικό και τη βάση για τη διαμόρφωση μιας εθνικής πολιτικής για την αντιμετώπιση της παχυσαρκίας, καθώς περισσότερο από το 50% του πληθυσμού μας είναι υπέρβαρο και παχύσαρκο.
Είναι ιδιαίτερα ανησυχητικό το γεγονός ότι το φαινόμενο της παχυσαρκίας διογκώνεται χωρίς μέχρι στιγμής να υπάρχουν ενδείξεις μείωσής του, καθώς αν συνεχιστεί η κατάσταση αυτή, εγκυμονεί κινδύνους από πλευράς δημόσιας υγείας όχι μόνο για το επίπεδο υγείας του πληθυσμού, αλλά και για το σύστημα ιατρικής περίθαλψης, το οποίο δεν θα μπορεί να ανταποκριθεί στις ανάγκες και στη ζήτηση, δεδομένου ότι η παχυσαρκία συνδέεται με αρκετά άλλα νοσήματα, μεταξύ των οποίων τα καρδιαγγειακά, ο καρκίνος, ο διαβήτης, τα μυοσκελετικά προβλήματα, αλλά και η κατάθλιψη (20% του πληθυσμού).
Ο πληθυσμός αυτός, τόνισε ο ομιλητής, έχει μεγαλύτερο κίνδυνο θανάτου σε όλες τις ηλικίες, ακόμα και σε νεότερες, πολύ περισσότερο σε αυτούς που υπερβαίνουν τα 65 έτη. Λογικά, το προσδόκιμο επιβίωσης σε αυτόν τον πληθυσμό είναι μικρότερο, συμπλήρωσε, όπως συμβαίνει και με το κάπνισμα, στο οποίο ωστόσο παρατηρείται διακριτή και αξιοσημείωτη μείωση.
Το μεγαλύτερο πρόβλημα σήμερα είναι η παιδική παχυσαρκία, στην οποία τα αγόρια μας κατέχουν μια από τις πρώτες θέσεις στον κόσμο. Με βάση αυτό και μόνο το κριτήριο, επισήμανε ο κ. Κυριόπουλος, η χώρα κάθεται πάνω σε μια «μεταβολική βόμβα», που θα εμφανιστεί στο μέλλον στα μεγάλα νοσήματα, τα στρατηγικής σημασίας για την υγειονομική πολιτική.
Η αναγνώριση της παχυσαρκίας ως χρόνιου νοσήματος προσφέρει την ευκαιρία ενσωμάτωσής της στην υγειονομική πολιτική, τόσο στην πολιτική δημόσιας υγείας όσο και στην ιατρική περίθαλψη, ανέφερε ο ομιλητής, δεδομένου ότι τα οφέλη που μπορούν να προσκομιστούν από παρεμβάσεις είναι πολύ σημαντικά και βεβαίως είναι ανάλογα της απώλειας του σωματικού βάρους.
Τα απογοητευτικά αποτελέσματα των προγραμμάτων διατροφής για την απώλεια βάρους που εφαρμόσθηκαν κατά την προηγούμενη 10ετία, συνέχισε, ενδεχομένως οφείλονται στο ότι βασίζονταν σε μια μονοδιάστατη προσέγγιση και δεν είχαν πολυπαραγοντικό χαρακτήρα και την ανάλογη στόχευση. Όπως τεκμηριώθηκε από τους προηγούμενους ομιλητές, εξήγησε ο Καθηγητής, η αθέατη πλευρά του παγόβουνου είναι οι κοινωνικο-οικονομικές συνθήκες, το εισόδημα και η εκπαίδευση, καθώς επίσης και μια σειρά συμπεριφορικών παραγόντων. Παρεμβάσεις όπως ο φόρος «αμαρτίας» σε ορισμένα τρόφιμα ή οι φόροι «αρετής», δηλαδή η επιδότηση υγιεινών επιλογών που βοηθούν στην αντιμετώπιση του βάρους όπως η διατροφή και η άσκηση, μπορεί να είναι πιο αποτελεσματικές, αν και ενδέχεται να μην είναι αρεστές στους πολιτικούς και στους ιατρούς, συμπλήρωσε.
Το κόστος της υγείας είναι υψηλό στην παχυσαρκία, τόνισε ο κ. Κυριόπουλος, αν και πολλές φορές δεν φαίνεται, καθώς ενσωματώνεται σε συννοσηρότητες όπως είναι ο διαβήτης ή τα καρδιαγγειακά νοσήματα. Η οικονομική επιβάρυνση των ιατρικών υπηρεσιών είναι συνάρτηση του ΔΜΣ, εξήγησε· όσο μεγαλύτερος ο ΔΜΣ, τόσο μεγαλύτερο το κόστος. Περισσότερο από το 8-9% του κόστους υγείας οφείλεται στην παχυσαρκία, ποσοστό ιδιαίτερα μεγάλο και σχεδόν ίσο με το κόστος των νεοπλασμάτων ή τον διαβήτη. Επομένως, το κόστος υγείας αυξάνει σε >10%, ενώ η επίδραση στη γενική οικονομία είναι εξίσου σημαντική, με τις απώλειες λόγω της παχυσαρκίας να ανέρχονται σε περίπου μισό τρισεκατομμύριο. Το κόστος δεν περιλαμβάνει μόνο το ιατρικό κόστος, είτε άμεσο είτε έμμεσο, σημείωσε ο Καθηγητής, αλλά και την πτώση του επιπέδου ζωής, την απουσία από την εργασία, καθώς και άλλα προβλήματα που διαπιστώνονται στις κοινωνικές δραστηριότητες. Τα οφέλη από μια ολοκληρωμένη παρέμβαση που σχετίζεται με την απώλεια βάρους την καθιστούν σημαντική επένδυση στη δημόσια υγεία, υπογράμμισε, εξηγώντας ότι η επένδυση 1 δολαρίου για την αντιμετώπιση της παχυσαρκίας επιστρέφει σε φυσικούς όρους υγείας και οικονομίας 6 δολάρια.
Τα προγράμματα που εφαρμόζονται σήμερα, ολοκλήρωσε την τοποθέτησή του ο κ. Κυριόπουλος, επικεντρώνονται στη μείωση του ΔΜΣ μέσω διατροφής και φυσικής άσκησης. Ωστόσο, οι δυσκολίες είναι μεγάλες και τα αποτελέσματα πενιχρά, όπως δείχνουν οι έρευνες σε πολλές χώρες, ενώ πενιχρά είναι επίσης και τα αποτελέσματα της θεραπευτικής προσέγγισης, είτε γιατί δεν φτάνουν στον πληθυσμό είτε επειδή δεν είναι προσιτές από μεγάλο μέρος πληθυσμού. Το ευρωπαϊκό σχέδιο δράσης θα έπρεπε να εμπλουτισθεί με παρεμβάσεις κοινωνικο-οικονομικού περιεχομένου, ώστε να έχει πολυπαραγοντικό σχήμα που θα δίνει αποτελέσματα. Ας μην ξεχνάμε, κατέληξε, πως το πρόβλημα αφορά το 50% του ευρωπαϊκού πληθυσμού και δεν μπορεί να αντιμετωπιστεί μόνο με μέτρα δημόσιας υγείας και ιατρικής περίθαλψης.
Παρεμβάσεις εκπροσώπων επιστημονικών ιατρικών εταιρειών
Στη συνέχεια των εισηγήσεων, ακολούθησαν οι παρεμβάσεις των εκπροσώπων των επιστημονικών ιατρικών εταιρειών, με πρώτο τον κ. Λεωνίδα Λαναρά, Παθολόγο-Διαβητολόγο, Πρόεδρο της Ελληνικής Εταιρείας Παχυσαρκίας (ΕΙΕΠ). Ο κ. Λαναράς υπογράμμισε τη μεγάλη σημασία των ευρημάτων των ερευνών που παρουσιάσθηκαν και, σχολιάζοντας την επισήμανση του κ. Κυριόπουλου ότι η Ελλάδα βρίσκεται στις πρώτες θέσεις στην Ευρώπη στην παιδική παχυσαρκία, συμφώνησε με τον χαρακτηρισμό της ως «μεταβολική βόμβα», καθώς το παιδί με παχυσαρκία θα εξελιχθεί σε ενήλικα με σοβαρά προβλήματα υγείας. Θα πρέπει να παρέμβουμε σε μικρές ηλικίες για να μπορέσει να αντεπεξέλθει η κοινωνία μας στο μεγάλο πρόβλημα της παχυσαρκίας, τόνισε ο κ. Λαναράς. Για την παιδική παχυσαρκία, πρόσθεσε, είναι απαραίτητες παρεμβάσεις στα διατροφικά πρότυπα σε επίπεδο οικογένειας και σχολείου.
Στην ερώτηση του κ. Τεντολούρη για την άποψη της ΕΙΕΠ σχετικά με την αποζημίωση της φαρμακευτικής αγωγής για την παχυσαρκία, ο κ. Λαναράς απάντησε πως θα πρέπει να τεθούν κατευθυντήριες γραμμές και προϋποθέσεις και η αγωγή να αποζημιώνεται οπωσδήποτε για να αυξηθεί η προσβασιμότητα, καθώς το κόστος μιας θεραπευτικής αγωγής ανέρχεται στα 200-300€ τον μήνα. Σε αντίθετη περίπτωση, εξήγησε, θα καταλήξουμε να έχουμε «lifestyle» φάρμακα που θα μπορούν να τα αγοράσουν μόνο τα ανώτερα εισοδήματα.
Η παχυσαρκία αποτελεί ένα διαρκώς διογκούμενο πρόβλημα, παρατήρησε η κ. Αναστασία Μαυρογιαννάκη, Παθολόγος-Διαβητολόγος, εκπροσωπώντας την Ελληνική Διαβητολογική Εταιρεία. Συμφωνώντας με την κ. Τουλούμη, ανέφερε ότι σαφώς χρειάζονται στοχευμένες δράσεις που να περιλαμβάνουν τους δήμους και τις περιφέρειες, αλλά είναι απαραίτητο επίσης να αναλάβει δράση και η Πολιτεία στο θέμα της παιδικής παχυσαρκίας, ξεκινώντας από τα σχολεία, καθώς από την παιδική ηλικία διαμορφώνεται η στάση ζωής που θα έχουν τα άτομα ως ενήλικες. Η κ. Μαυρογιαννάκη επισήμανε πόσο δύσκολο είναι να αλλάξει τρόπο ζωής ένας ηλικιωμένος ασθενής, ακολουθώντας τις συμβουλές των ιατρών για υγιεινή διατροφή και άσκηση, παράλληλα με τη λήψη φαρμακευτικής αγωγής για τη γλυκαιμική του ρύθμιση. Ο πληθυσμός θα πρέπει να ευαισθητοποιηθεί για το θέμα της παχυσαρκίας ως νόσου, υπογράμμισε η ομιλήτρια, να πάψει να θεωρεί ότι ένα φάρμακο μπορεί να είναι η λύση και να αναλάβει το μερίδιο ευθύνης που έχει για τη διατροφή του και γενικά για τον τρόπο ζωής που επιλέγει. Στον αγώνα αυτό πρέπει να συμμετέχουν οι επιστημονικές ιατρικές εταιρείες, κάθε λειτουργός υγείας, οι διατροφολόγοι, οι γυμναστές, ενώ η Πολιτεία οφείλει να επιμορφώσει με προγράμματα και να ενημερώσει τον γενικό πληθυσμό αλλά και κάθε ειδικό πληθυσμό πριν φτάσει στον ιατρό με εδραιωμένη παχυσαρκία.
Η κ. Ανδρομάχη Βρυωνίδου-Μπομποτά, Ενδοκρινολόγος, Διευθύντρια Ενδοκρινολογικού Τμήματος Νοσοκομείου «Κοργιαλένειο Μπενάκειο» και Πρόεδρος της Ελληνικής Ενδοκρινολογικής Εταιρείας, συμφώνησε με την κ. Μαυρογιαννάκη, λέγοντας ότι το πρόβλημα ξεκινάει από την οικογένεια και κυρίως τις γυναίκες. Η Ευρωπαϊκή Ενδοκρινολογική Εταιρεία, συνέχισε, τον Μάιο του 2021 σε δημοσίευσή της σχετικά με τον ρόλο των ενδοκρινολόγων στις ευρωπαϊκές πολιτικές υγείας, έθεσε ως στόχους 4 σημαντικά πεδία, με πρώτο την παχυσαρκία. Στις προτάσεις της περιλαμβάνονται η αναγνώριση της παχυσαρκίας ως χρόνιας και υποτροπιάζουσας νόσου και η ευαισθητοποίηση του κοινού και των ιατρών, με τις εκστρατείες να ξεκινούν στις σημαντικότερες ομάδες-στόχους, δηλαδή στα σχολεία και τα πανεπιστήμια. Σημαντικό κοινό, πρόσθεσε, αποτελούν φυσικά οι γυναίκες, οι οποίες τεκνοποιούν και καθορίζουν τη διατροφή της οικογένειας. Η Ευρωπαϊκή Ενδοκρινολογική Εταιρεία τονίζει επίσης ότι είναι απαραίτητο να εφαρμοσθεί ο κανονισμός σήμανσης των τροφίμων, όπου θα γίνεται ξεκάθαρο το περιεχόμενό τους και η διατροφική τους ανάλυση, καθώς και η πολιτική υγιεινής διατροφής farm to fork, μέχρι την επίτευξη του στόχου το 25% των προϊόντων να είναι οργανικής καλλιέργειας. Οι γυναίκες με παχυσαρκία πάσχουν από υπογονιμότητα κι αυτό κοστίζει σε κάθε πεδίο, συμπλήρωσε η κ. Βρυωνίδου-Μπομποτά, επισημαίνοντας επιπλέον ότι αφενός η ενδομήτρια ζωή είναι πολύ σημαντική για την υγεία του παιδιού, αφετέρου οι παχύσαρκες μητέρες έχει παρατηρηθεί ότι γεννούν βρέφη μικρού βάρους. Η σημασία του ύπνου είναι επίσης σημαντική, ολοκλήρωσε το σχόλιό της η ομιλήτρια, αναφέροντας πως η Ελληνική Ενδοκρινολογική Εταιρεία συμμετείχε στη «Συμμαχία για την Καταπολέμηση της Παχυσαρκίας» και θα είναι ενεργή και στις επόμενες δράσεις.
Στη συνέχεια, ο κ. Γιάννης Κανακάκης, Καρδιολόγος, Διευθυντής στη Θεραπευτική Κλινική του Γενικού Νοσοκομείου Αθηνών «Αλεξάνδρα» και Πρόεδρος της Ελληνικής Καρδιολογικής Εταιρείας, τόνισε ότι οι επιπτώσεις της παχυσαρκίας είναι πολύ σημαντικές στην καρδιολογία, καθώς συνδέεται με υπέρταση, δυσλιπιδαιμία, αντίσταση στην ινσουλίνη, διάχυτη φλεγμονή, καρδιακή ανεπάρκεια, κολπική μαρμαρυγή, αυξάνοντας σημαντικά το κόστος της υγείας. Καθώς έχει παρατηρηθεί έκρηξη της αύξησης του ΔΜΣ σώματος στην παιδική και εφηβική ηλικία, συνέχισε, είναι απαραίτητο οι παρεμβάσεις που θα γίνουν να είναι πολυπαραγοντικές. Όσον αφορά στο φαινότυπο της μεταβολικά υγιούς παχυσαρκίας –μια μεγάλη συζήτηση που γίνεται για τον παχύσαρκο που δεν έχει κανένα πρόβλημα υγείας- μελέτες της ΕΚΕ που παρακολουθούν αυτούς τους ανθρώπους δείχνουν ότι κάποια στιγμή εμφανίζουν και αυτοί τις συννοσηρότητες και τα συνοδά προβλήματα που δημιουργεί η παχυσαρκία. Επιπλέον, πρόσθεσε, στην καρδιολογία έχουμε το παράδοξο της παχυσαρκίας στους ηλικιωμένους, που όταν χάνουν βάρος δεν βελτιώνονται όπως θα ήταν το αναμενόμενο, καθώς η απώλεια μυϊκής μάζας δεν βοηθά τον καρδιοπαθή, στον οποίο πρέπει να δίνεται έμφαση στη σωστή διατροφή. Η ιδανική παρέμβαση συνδυάζει διατροφή, άσκηση και αλλαγή του τρόπου ζωής, έχει ωστόσο παρατηρηθεί ότι μετά από κάποιο χρονικό διάστημα οι ασθενείς επιστρέφουν στην πρότερη κατάσταση, σημείωσε ο κ. Κανακάκης, εξηγώντας ότι από όλες τις δίαιτες περιορισμού υδατανθράκων ή λιπαρών η μόνη που δείχνει να διατηρεί τα ευεργετικά της αποτελέσματα είναι η μεσογειακή διατροφή. Είναι σημαντικό μαζί με την αρτηριακή πίεση να μετράται και ο ΔΜΣ, ολοκλήρωσε την τοποθέτησή του ο ομιλητής, τονίζοντας τη μεγάλη σημασία ενημέρωσης και εκπαίδευσης όλων των λειτουργών υγείας.
Η ανάγκη εκπαίδευσης όλων των επαγγελματιών λειτουργών υγείας, των εκπαιδευτικών και αυτών που έχουν σχέση με διατροφή και τα τρόφιμα είναι επιτακτική, συμφώνησε η κ. Βασιλάκου. Τα στοιχεία δείχνουν ότι προς το παρόν δεν υπάρχει αυτή η εκπαίδευση, συμπεριλαμβάνεται ωστόσο στο Εθνικό Σχέδιο Δράσης για τη διατροφική πολιτική, στο πλαίσιο του οποίου θα μπορούσαν να αξιοποιηθούν τα προγράμματα κι οι παρεμβάσεις που αναφέρθηκαν σήμερα. Η σημασία επίσης του θηλασμού για την προστασία από την παχυσαρκία είναι μεγάλη, τόνισε η κ. Βασιλάκου, πληροφορία που πρέπει να επικοινωνείται πριν και κατά την εγκυμοσύνη, καθώς η διατροφή της εγκύου επηρεάζει την πορεία και του εμβρύου και του παιδιού. Όπως προκύπτει από τις έρευνες που παρουσιάσθηκαν και τη συζήτηση που ακολούθησε, οι παρεμβάσεις πρέπει να γίνουν σε πολλά επίπεδα για να επιτύχουν, χωρίς να ξεχνάμε και τον αστικό σχεδιασμό, δηλαδή τη δυνατότητα να υπάρχουν ποδηλατόδρομοι, πάρκα και χώροι άσκησης και περπατήματος. Οι παρεμβάσεις αυτές σχετίζονται με κρατικές πολιτικές, αλλά και με την εμπλοκή δήμων και κοινοτήτων, σχολίασε.
Η παχυσαρκία είναι μια χρόνια ασθένεια με συννοσηρότητες που καλύπτουν σχεδόν όλο το φάσμα των ιατρικών ειδικοτήτων, τόνισε ο Παθολόγος-Διαβητολόγος κ. Αθανάσιος Μιχαλόπουλος από το ΕΠΑΜΕΔΙ. Στη σημερινή πανδημία βλέπουμε πόσο σημαντική είναι η παχυσαρκία για τη συννοσηρότητα και τη θνητότητα από τον COVID. Ως νόσος που είναι, καθ’ ύλην αρμόδιος για την αντιμετώπισή της είναι ο ιατρός, συνέχισε ο κ. Μιχαλόπουλος, και η εκπαίδευση όλων των ειδικοτήτων είναι σημαντική, ξεκινώντας από τον μαιευτήρα–γυναικολόγο καθώς η ενδομήτρια ζωή είναι καθοριστική για την εμφάνιση της παχυσαρκίας. Σημαντικός είναι βεβαίως και ο ρόλος του παιδιάτρου, αλλά και του γενικού ιατρού, που είναι στην πρώτη σειρά κι αποτελεί το κύριο ανάχωμα για την αντιμετώπιση της πανδημίας της παχυσαρκίας. Η ενημέρωση και εκπαίδευση των ιατρών αυτών των ειδικοτήτων μπορεί να κατευθύνει στη συνέχεια τον ασθενή στον ειδικό ιατρό, ώστε να μην χαθεί χρόνος σε αποτυχημένες δίαιτες, με καταστροφικά ορισμένες φορές επακόλουθα.
Η ΕΠΑΜΕΔΙ πιστεύει στην αναγκαιότητα της ιατρικής της παχυσαρκίας, το πεδίο της ιατρικής που έχει ως αντικείμενο την ολιστική αντιμετώπιση των ατόμων με παχυσαρκία. Το πεδίο αυτό περιλαμβάνει πολλούς παράγοντες, όπως τις γενετικές καταβολές -που αποτελούν σημαντικό θέμα προς έρευνα, καθώς το 70% του φαινοτύπου της παχυσαρκίας καθορίζεται γενετικά- τις επιγενετικές επιδράσεις, την ανάπτυξη, τη διατροφή, τη συμπεριφορά, την ψυχολογία, αλλά και διάφορες ψυχοκοινωνικές παραμέτρους. Ο ειδικός ιατρός, υπογράμμισε ο ομιλητής, πρέπει να γνωρίζει και να εντοπίζει τους παράγοντες που επηρεάζουν την ανάπτυξη της παχυσαρκίας, ώστε να μπορεί να εφαρμόσει θεραπείες εξατομικευμένα· θεραπείες συμπεριφοράς, φαρμακευτική θεραπεία έως και βαριατρική όπου απαιτείται. Η ΕΠΑΜΕΔΙ, συμπλήρωσε ο κ. Μιχαλόπουλος, δηλώνει έτοιμη να αναλάβει την προετοιμασία και την εκπαίδευση των ειδικών αυτών ιατρών, σε συνεργασία με τις επιστημονικές ιατρικές εταιρείες, έτοιμη να συμβάλει στην εκστρατεία ενημέρωσης και εκπαίδευσης των ιατρών της πρωτοβάθμιας περίθαλψης που πρέπει να αποτελούν το κύριο ανάχωμα για τον περιορισμό της πανδημίας της παχυσαρκίας. Ασφαλώς, πρόσθεσε, θα πρέπει να δημιουργηθούν πρωτόκολλα για την παχυσαρκία, που θα ενσωματωθούν στο σύστημα συνταγογράφησης, όπως επίσης να συμπεριληφθεί η μέτρηση του δείκτη μάζας σώματος στα βασικά δεδομένα του φακέλου υγείας των ασθενών, ώστε όχι μόνο να γνωρίζει ο γιατρός, αλλά και να ενημερώνεται κατάλληλα και ο ασθενής.
Επιπλέον, η ΕΠΑΜΕΔΙ συμφωνεί στη συνταγογράφηση φαρμάκων με εγνωσμένη αποτελεσματικότητα, υπό προϋποθέσεις, συνέχισε, ενώ θεωρεί επίσης ότι θα πρέπει να υπάρχει δυνατότητα πρόσβασης στη βαριατρική αντιμετώπιση της παχυσαρκίας σε αυτούς που το δικαιούνται, καθώς είναι ελάχιστα τα κέντρα που μπορούν να την προσφέρουν δωρεάν, με αποτέλεσμα η πρόσβαση σε αυτόν τον τρόπο αντιμετώπισης της παχυσαρκίας να καθίσταται αδύνατη για μεγάλο μέρος των ασθενών λόγω του υψηλού κόστους αυτών των επεμβάσεων.
Πέραν των παρεμβάσεων στην οικογένεια, το σχολείο, την πρωτοβάθμια και τη δευτεροβάθμια περίθαλψη, όπου η ιατρική συμβολή είναι καθοριστική, επισήμανε ο κ. Μιχαλόπουλος, θα πρέπει να υπάρξουν ασφαλώς και κρατικές και κοινωνικές παρεμβάσεις. Είναι ανάγκη, τόνισε, να υπάρξει πολιτική βούληση για τη δημιουργία ενός διατροφικά υγιούς περιβάλλοντος, όπου η σωστή διατροφή θα αποτελεί μια εύκολη επιλογή ενώ ταυτόχρονα η κακή διατροφή θα αποθαρρύνεται, καθώς και ανάγκη να δημιουργηθούν εκείνες οι συνθήκες που θα διευκολύνουν και θα προτρέπουν τους πολίτες και κυρίως τα παιδιά να αθλούνται σε μια ασφαλή και οικονομικά προσιτή αθλητική δραστηριότητα.
Οι μεγάλες δυνατότητες που προσφέρει η τεχνολογία μπορούν να χρησιμοποιηθούν για την ενθάρρυνση της άσκησης, ολοκλήρωσε την τοποθέτησή του ο εκπρόσωπος του ΕΠΑΜΕΔΙ, τα κοινωνικά δίκτυα μπορούν να αξιοποιηθούν για την προβολή θετικών αθλητικών προτύπων και οι στοχευμένες εκστρατείες μπορούν να σηκώσουν τους ανθρώπους από τους καναπέδες τους.