Η Πρωτοβάθμια Φροντίδα Υγείας στην Ελλάδα έχει αναπτυχθεί στη βάση του πελάτη-επισκέπτη, δεν ασχολείται καθόλου με τη διαχείριση του κινδύνου, ούτε ασχολείται στον βαθμό που θα έπρεπε με την πρόληψη και την προαγωγή της υγείας, δεν εστιάζει στην οικογένεια και, τέλος, δεν προσφέρει τη δυνατότητα επίσκεψης στο σπίτι για τη φροντίδα ατόμων που ανήκουν σε ευάλωτες ομάδες.
Με αυτό το σχόλιο ξεκίνησε τις εργασίες της συνεδρίας «Η ανασυγκρότηση της Πρωτοβάθμιας Φροντίδας Υγείας» ο καθηγητής Χρήστος Λιονής, συντονιστής της συνεδρίας.
Ο κ. Λιονής έθεσε το πλαίσιο της συζήτησης, επισημαίνοντας εν συντομία τα σημαντικά ελλείμματα και τις βασικές προκλήσεις που αντιμετωπίζει η ΠΦΥ και δίνοντας έμφαση στον σημαντικό ρόλο που μπορεί να διαδραματίσει ο οικογενειακός ιατρός, αλλά και στην ανάγκη ανάπτυξης ενός διασυνδεδεμένου και ολοκληρωμένου συστήματος ΠΦΥ, το οποίο υπό τη μορφή του δικτύου υπηρεσιών θα διασφαλίσει καθολική και ισότιμη κάλυψη των αναγκών υγείας και φροντίδας του πληθυσμού.
Ο λειτουργός της ΠΦΥ καλείται όσο είναι εφικτό με τρόπο δίκαιο να παράσχει φροντίδα ισότιμα, παρά τις δυσκολίες και τα ηθικά αδιέξοδα που έχουν οξυνθεί λόγω της πανδημίας, ξεκίνησε την ομιλία του «Ολοκληρωμένα δίκτυα Πρωτοβάθμιας Φροντίδας Υγείας. Πόσο εφικτό είναι;» ο κ. Ανάργυρος Δ. Μαριόλης.
Η ΠΦΥ δεν αποτελεί απλά πυλώνα ενός σύγχρονου συστήματος υγείας, αλλά ένα ευρύ κοινωνικό όραμα, δήλωσε ο κ. Μαριόλης. Το όραμα αυτό αφορά στην καθολική κάλυψη των αναγκών υγείας -σωματικής, ψυχικής, κοινωνικής- του πληθυσμού, φυσικά άνευ διακρίσεων και με ιδιαίτερη προσοχή στις ευάλωτες ομάδες.
Η πανδημία, εκτός από τις άμεσες επιδράσεις της στη νοσηρότητα, έχει επίσης σημαντικές επιπτώσεις στην ψυχική υγεία, την ποιότητα ζωής, αλλά και σε κλινικές καταστάσεις όπως η κατάθλιψη και ο αυτοκτονικός ιδεασμός, με αποτέλεσμα οι λειτουργοί της ΠΦΥ να καλούνται να αντιμετωπίσουν πολυδιάστατες προσκλήσεις. Οι επαγγελματίες υγείας βιώνουν έτσι πολλαπλά διλήμματα, που περιλαμβάνουν τις ελλείψεις ιατρονοσηλευτικού προσωπικού, την εκτέλεση αλλότριων καθηκόντων, τις αυξημένες ανάγκες για διαγνωστικά τεστ και φάρμακα, τη δυσκολία πρόσβασης σε υπηρεσίες υγείας για μη-Covid ασθενείς, την αδυναμία ανακούφισης του κόσμου, αλλά και τις δυσμενείς εκβάσεις που αφορούν στην απομόνωση λόγω της πανδημίας.
Βασική απαίτηση σήμερα, συνέχισε ο ομιλητής, αποτελεί η βιώσιμη εκπαίδευση όλων των επαγγελματιών υγείας στην ΠΦΥ με σκοπό την αλλαγή κουλτούρας του συνόλου των εργαζομένων. Αυτή τη στιγμή η χώρα μας αντιμετωπίζει ένα σημαντικό πρόβλημα με τη μετανοσοκομειακή φροντίδα και αποκατάσταση λόγω της πανδημίας, αλλά και με την κατ’ οίκον παρακολούθηση των ασθενών, η ζήτηση για την οποία σε επίπεδο ΠΦΥ αναμένεται να αυξηθεί λόγω των συνθηκών.
Χαρακτηριστικά χρόνια προβλήματα του υγειονομικού τομέα, υπογράμμισε ο κ. Μαριόλης, είναι η έμφαση στη θεραπευτική αντιμετώπιση και η εστίαση στη νοσοκομειακή περίθαλψη και την ακριβή βιοτεχνολογία -τη στιγμή που η χώρα μας βρίσκεται στη δεύτερη χαμηλότερη θέση μεταξύ των χωρών του ΟΟΣΑ όσον αφορά στη δαπάνη για εξωνοσοκομειακή φροντίδα- καθώς και η έλλειψη ολοκληρωμένης και διεπιστημονικής φροντίδας και η απουσία διασύνδεσης των υπηρεσιών της ΠΦΥ.
Για να μπορέσει επομένως να προσφέρει ολοκληρωμένη φροντίδα η ΠΦΥ και να λειτουργήσει ως πρώτη γραμμή άμυνας, θα πρέπει να προηγηθούν βαθιές μεταρρυθμίσεις, τόνισε, και φυσικά απαιτείται συνέργεια όλων των υπηρεσιών. Η επένδυση στην ανασυγκρότηση της ΠΦΥ μπορεί να φέρει βελτιώσεις στην αποδοτικότητα, την ασφάλεια, την μείωση ανισοτήτων, συνέχισε ο ομιλητής, και φυσικά να έχει και οικονομικά οφέλη, όπως τεκμηριώνεται από μελέτες.
Η Πολιτεία θα πρέπει επομένως να εστιάσει στην ανασυγκρότηση της ΠΦΥ και να τη θέσει ως προτεραιότητα, με την αναγκαία φυσικά επένδυση σε υλικούς και ανθρώπινους πόρους και με μια ολοκληρωμένη παρέμβαση με συγκεκριμένους κανόνες και βάσει των αναγκών του πληθυσμού. Τα ολοκληρωμένα δίκτυα Πρωτοβάθμιας Φροντίδας Υγείας απαιτούν διασύνδεση των δομών με δεσμεύσεις και προϋποθέσεις ποιότητας, στο πλαίσιο μιας συμβολαιακής προσέγγισης κοινής και συντονισμένης δραστηριότητας για την επίτευξη κοινών στόχων. Το ολοκληρωμένο δίκτυο θα απαρτίζεται από επιμέρους δίκτυα και μαζί θα πρέπει να προσφέρουν μια περιεκτική και σαφώς καθορισμένη δέσμη υπηρεσιών υγείας, με έμφαση στην πρόληψη και την προαγωγή υγείας, την εφαρμογή προσυμπτωματικού ελέγχου και τη διαχείριση χρόνιων και οξέων νοσημάτων.
Στο πλαίσιο ενός ολοκληρωμένου δικτύου Πρωτοβάθμιας Φροντίδας Υγείας, ο οικογενειακός ιατρός θα αποτελεί το συνδετικό κρίκο της ομάδας υγείας. Φυσικά, απαιτείται κατάλληλη πολυδιάστατη εκπαίδευση όλων των υγειονομικών, συμπλήρωσε ο κ. Μαριόλης, επισημαίνοντας ότι η φιλοσοφία της ολοκληρωμένης φροντίδας έχει άπειρα πλεονεκτήματα, καθώς μπορεί να οδηγήσει σε σημαντικές βελτιώσεις σε πολλούς τομείς, όπως στη διαχείριση χρονίων νοσημάτων, τη μείωση της καθυστερημένης περίθαλψης, τη μείωση της βαριάς νοσοκομειακής νοσηρότητας, την άρση των εμποδίων πρόσβασης και παραπομπής κ.ο.κ.
Ολοκληρώνοντας την ομιλία του, ο κ. Μαριόλης πρότεινε την πλήρη ψηφιοποίηση όλων των συναλλαγών στη λήψη αποφάσεων, με στόχο την προσήλωση στη διαφάνεια και τη διάθεση όλων των δεδομένων. Το ενδεχόμενο μιας νέας έξαρσης της πανδημίας, πιθανώς βαρύτερης από αυτήν που βιώνουμε, παρατήρησε ο εισηγητής, καθιστά σήμερα ακόμη πιο επιτακτική την προσπάθεια άμεσης αναδιοργάνωσης της ΠΦΥ.
Τη σκυτάλη έλαβε ο κ. Ελευθέριος Θηραίος, ο οποίος στην εισήγησή του με τίτλο «Τι μας έμαθε η πανδημία – Δημόσια Υγεία και Πρωτοβάθμια Φροντίδα Υγείας», μίλησε για τα διδάγματα που πήραμε από την πανδημία και τη δυνατότητα που έχει η υλοποίηση ενός ολοκληρωμένου ανασχηματισμού και ανασυγκρότησης της δημόσιας υγείας και της ΠΦΥ να οδηγήσει σε μια λύση που να ανταποκρίνεται στις ανάγκες των πολιτών.
Οι υπηρεσίες ΠΦΥ δεν απευθύνονται μόνο στους λήπτες, επισήμανε ο κ. Θηραίος, αλλά και στα μέλη της οικογένειάς τους, στους φροντιστές τους, καθώς και στο ευρύτερο εργασιακό και κοινωνικό περιβάλλον στο οποίο ζουν και αλληλεπιδρούν.
Η δημόσια υγεία είναι ένας τομέας με διατομεακό και διεπιστημονικό χαρακτήρα, που βασίζεται σε αξίες, όπως το δικαίωμα στην υγεία, την ισότητα, τη βιωσιμότητα και την κοινωνική αλληλεγγύη και είναι στενά συνδεδεμένη με έννοιες όπως οι καθοριστές της υγείας, οι παρεμβάσεις καθ’ όλη τη διάρκεια της ζωής και σε όλο τον πληθυσμό, η εγγραμματοσύνη υγείας, αλλά και η πρόληψη, η προστασία και προαγωγή της υγείας, η διαχείριση του κινδύνου και η βελτίωση της ποιότητας.
Η ΠΦΥ πρέπει να βρίσκεται στο επίκεντρο των υπηρεσιών υγείας, καθώς είναι απαραίτητο να υπάρχει ένα οργανωμένο σύστημα διαχείρισης των αναγκών υγείας των ασθενών σε εξωνοσοκομειακό περιβάλλον.
Η κρίση που βιώνουμε ανέδειξε τον κεντρικό ρόλο της δημόσιας υγείας στη διαχείριση της πανδημίας, συνέχισε, καθώς και τη σημασία της διαφάνειας και της ορθής και έγκυρης ενημέρωσης, αναδείχθηκαν ωστόσο και τα προβλήματα της έλλειψης συντονισμού και συνεργασίας, καθώς και της κακής ή παραπλανητικής πληροφόρησης. Μπορούμε να αξιοποιήσουμε τα διδάγματα που πήραμε για να βελτιώσουμε την αντιμετώπισή μας στο μέλλον, υπογράμμισε ο κ. Θηραίος, με ένα σύστημα παγκόσμιας επιτήρησης της υγείας και συνεργασίας σε πανευρωπαϊκό επίπεδο.
Στην Ελλάδα, η πανδημία ανέδειξε τα χρόνια προβλήματα στην οργάνωση και λειτουργία της ΠΦΥ και τη σημαντική επιβάρυνση του συστήματος υγείας, επιβεβαίωσε τις ανισότητες στην πρόσβαση και την παροχή υπηρεσιών υγείας και ανέδειξε την αξία της διασύνδεσης δημόσιας υγείας και ΠΦΥ, καθώς και τη σημασία των ψηφιακών εργαλείων και εφαρμογών. Τα διδάγματα που πήραμε ωστόσο από την πανδημία μπορούν να αποτελέσουν την αφετηρία προς την κατεύθυνση μίας ολοκληρωμένης φροντίδας υγείας, με επίκεντρο τον άνθρωπο και στόχο όχι μόνο τη διαχείριση της ασθένειας, αλλά και τη διασφάλιση της υγείας.
Οι συνέργειες, η διασύνδεση, η εκπαίδευση και η δημιουργία γνώσης είναι αναγκαίες στον ανασχηματισμό της ΠΦΥ, τόνισε ο κ. Θηραίος. Είναι αναγκαία επίσης η υλοποίηση ενός Εθνικού Προγράμματος Προσυμπτωματικού Ελέγχου, το οποίο θα πρέπει να είναι συστηματικό και να μην περιορίζεται απλά σε διαγνωστικές εξετάσεις, συμπλήρωσε, ενώ ιδιαίτερα σημαντική είναι και η ανάγκη εκπαίδευσης των επαγγελματιών υγείας της ΠΦΥ σε θέματα πρόληψης και προαγωγής της υγείας. Τα ψηφιακά εργαλεία μπορούν να συμβάλλουν σημαντικά στην ενημέρωση του πολίτη, πρόσθεσε, για να έχουμε ωστόσο τα επιθυμητά αποτελέσματα, θα πρέπει να γίνει σημαντική επένδυση στο ανθρώπινο δυναμικό, με εκπαίδευση και χρήση των νέων εργαλείων που αποκτήσαμε κατά την πανδημία.
Η ανάγκη για καθολική πρόσβαση του πληθυσμού σε υπηρεσίες υγείας είναι ασφαλώς επιτακτική, ανέφερε η κ. Ζωή Τσίμτσιου, που παρουσίασε στη συνέχεια το θέμα «Η ανάπτυξη κουλτούρας ποιότητας στην Πρωτοβάθμια Φροντίδα Υγείας». Ωστόσο, αν και σήμερα η πρόσβαση έχει σε μεγάλο βαθμό διασφαλισθεί, όταν λάβει κάποιος φροντίδα υγείας, δεν σημαίνει πάντα ότι η κατάσταση της υγείας του θα βελτιωθεί, καθώς σύμφωνα με τον ΠΟΥ, διεθνώς, περισσότεροι θάνατοι οφείλονται στη χαμηλή ποιότητα της παρεχόμενης φροντίδας υγείας, παρά στην αδυναμία πρόσβασης στις υπηρεσίες υγείας.
Ορίζοντας τις διαστάσεις της ποιότητας στη φροντίδα υγείας, η κ. Τσίμτσιου δήλωσε ότι, σύμφωνα με την Έκθεση του Institute of Medicine, η παρεχόμενη φροντίδα υγείας θα πρέπει να είναι: Ασφαλής (Safe), Αποτελεσματική (Effective), Αποδοτική (Efficient), Έγκαιρη (Timely), Δίκαιη, Ισότιμη (Equitable), Ασθενο-κεντρική (Patient-centered) και Ολοκληρωμένη (Intergrated).
Η ανασυγκρότηση της ΠΦΥ είναι απαραίτητο να λάβει υπόψη την ποιότητα της φροντίδας υγείας, τόνισε η ομιλήτρια, καθώς η ανάπτυξη κουλτούρας ποιότητας αποσκοπεί στο να κατανοήσουμε τι κάνουμε λάθος στην καθημερινή κλινική πρακτική, ώστε να μην το επαναλάβουμε και να δοκιμάσουμε τρόπους για να το κάνουμε καλύτερα. Αυτή η οπτική, εξήγησε, οδηγεί στο να επικεντρώνουμε στα προβλήματα των χρησιμοποιούμενων μεθόδων στις υπηρεσίες υγείας και να λειτουργούμε ως σκεπτόμενοι επαγγελματίες υγείας με δημιουργικότητα, δοκιμάζοντας νέες, πρωτοποριακές μεθόδους όπου διαπιστωθούν κενά προκειμένου να βελτιώσουμε την ποιότητα των παρεχόμενων υπηρεσιών.
Η κουλτούρα βελτίωσης της ποιότητας απαιτεί τις συνεχιζόμενες και συνδυαστικές προσπάθειες όλων -επαγγελματιών υγείας, ασθενών και των οικογενειών τους, αλλά και ερευνητών, διοικητών και χρηματοδοτών- με στόχο να προβούν σε αλλαγές που θα οδηγήσουν σε καλύτερα θεραπευτικά αποτελέσματα για τους ασθενείς, καλύτερη απόδοση του συστήματος υγείας και καλύτερη επαγγελματική εξέλιξη (δια βίου μάθηση) για τους επαγγελματίες υγείας.
Στοιχεία που θεωρούνται διεθνώς σημαντικά για τη βελτίωση της ποιότητας είναι η γνώση του συστήματος, η γνώση της διακύμανσης, η γνώση της ψυχολογίας της αλλαγής και η θεωρία της γνώσης. Αναφερόμενη στην ψυχολογία της αλλαγής, επεσήμανε πως σύμφωνα με αναλύσεις που έχουν πραγματοποιηθεί, ότι πρόκειται να υιοθετηθούν αλλαγές, είναι χαρακτηριστικό πως μόλις 2,5% των ατόμων λειτουργούν ως καινοτόμοι, 13,5% αγκαλιάζουν την αλλαγή, 34% ακολουθούν λίγο αργότερα, 34% ακολουθούν καθυστερημένα περιμένοντας κάποια αποτελέσματα και 16% αντιστέκονται σθεναρά στην αλλαγή.
Στο πλαίσιο ανάπτυξης κουλτούρας ποιότητας, θα πρέπει γίνονται συναντήσεις όπου οι εργαζόμενοι θα έχουν τη δυνατότητα να συζητήσουν θέματα που αφορούν την παρεχόμενη φροντίδα υγείας, αλλά και να εκφράσουν τις απόψεις τους σχετικά με το τι πιστεύουν ότι πρέπει να αλλάξει ή τι θα μπορούσε να γίνει για να βελτιωθούν. Σε ένα υψηλότερο επίπεδο, θα πρέπει επίσης να πραγματοποιηθεί ανάλυση των αναγκών του πληθυσμού για ΠΦΥ, αποτίμηση των διαστάσεων της ποιότητας της ΠΦΥ (ασφάλεια, αποτελεσματικότητα, αποδοτικότητα, έγκαιρη, δίκαιη και ολοκληρωμένη παροχή, ανθρωποκεντρικότητα) σε σχέση με τις ανάγκες αυτές, προσδιορισμός των κενών σε πόρους (υλικούς, ανθρώπινους και οικονομικούς), καταγραφή των προτιμήσεων και των επιλογών των πολιτών και προτυποποίηση της παρεχόμενης ΠΦΥ.
Στην Ελλάδα σήμερα, παρατήρησε η κ. Τσίμτσιου, οι συνθήκες φαίνεται να έχουν πλέον ωριμάσει, καθώς έχει ιδρυθεί ο Οργανισμός Διασφάλισης της Ποιότητας στην Υγεία (Ο.ΔΙ.Π.Υ.), ο οποίος προσφέρει ένα πλαίσιο αξιολόγησης της ποιότητας των υπηρεσιών υγείας που παρέχονται στα ελληνικά νοσοκομεία, έχει ξεκινήσει η λειτουργία του γραφείου του Παγκόσμιου Οργανισμού Υγείας (ΠΟΥ) στην Αθήνα για την Ποιότητα της Φροντίδας και την Ασφάλεια των Ασθενών και έχει ανοίξει η συζήτηση σχετικά με τον καθορισμό δεικτών ποιότητας για την ΠΦΥ. Η ανάπτυξη της κουλτούρας ποιότητας δεν έρχεται βέβαια μόνη της, κατέληξε η κ. Τσίμτσιου, απαιτεί συνεχή προσπάθεια, δια βίου εκπαίδευση των επαγγελματιών υγείας και τη συνεργασία όλων.
Οι ομιλίες ολοκληρώθηκαν με την εισήγηση «Η συνδρομή του ψηφιακού μετασχηματισμού στην ανασυγκρότηση της ΠΦΥ» του κ. Θανάση Λοπατατζίδη. Ο ιδιωτικός τομέας δρα συμπληρωματικά εκεί που τα δημόσια συστήματα υγείας δεν μπορούν ή δεν έχουν την οικονομική δυνατότητα ή την ευελιξία να ανταποκριθούν επαρκώς στις ανάγκες του πληθυσμού, ξεκίνησε την τοποθέτησή του ο κ. Λοπατατζίδης. Η ιστορία, συνέχισε ο ομιλητής, μας έχει δείξει πως συνήθως σημαντικές ιατρικές ανακαλύψεις καθυστερούν σημαντικά να εφαρμοσθούν, η τεχνολογία ωστόσο έφερε την επανάσταση με το εμβόλιο που αναπτύχθηκε για την αντιμετώπιση της πανδημίας και ανέτρεψε αυτή την «παράδοση».
Το θετικό της πανδημίας, επομένως, είναι πως αφήνει μια πολύ σημαντική τεχνολογική παρακαταθήκη στα συστήματα υγείας, για να την χρησιμοποιήσουν στο μέλλον με το βέλτιστο δυνατό τρόπο στον τομέα της πρόληψης. Τα συστήματα υγείας καλούνται να αξιοποιήσουν αυτή την ευκαιρία, σημείωσε ο κ. Λοπατατζίδης, να αξιοποιήσουν το γεγονός ότι οργανώθηκαν αρκετά γρήγορα ώστε να μπορέσουν να προσφέρουν ένα εργαλείο πρόληψης στον πληθυσμό.
Αναφερόμενος στις επενδύσεις για την ανάπτυξη νέων τεχνολογιών και φαρμάκων, επισήμανε πως το όφελος που είχαμε στην αύξηση του προσδόκιμου επιβίωσης ήταν εξαιρετικά μικρό αναλογικά με το ύψος των πόρων που δαπανήθηκαν. Όπως δήλωσε ο ομιλητής, κατά την άποψή του, ένας από τους σημαντικότερους λόγους γι’ αυτό είναι το γεγονός ότι δεν καταφέραμε να αλλάξουμε τις συμπεριφορές των ανθρώπων χρησιμοποιώντας μέρος αυτών των χρημάτων προς την κατεύθυνση ενός πιο υγιούς τρόπου διαβίωσης, παρά το γεγονός πως ο ανθυγιεινός τρόπος ζωής ευθύνεται για μεγάλο ποσοστό των δυσμενών εκβάσεων υγείας. Στις ΗΠΑ, για παράδειγμα, πρόσθεσε ο κ. Λοπατατζίδης, βλέπουμε πως μόλις 4% του ετήσιου προϋπολογισμού υγείας δαπανάται για παρεμβάσεις που στοχεύουν στην αλλαγή του τρόπου διαβίωσης, με το μεγαλύτερο μέρος του προϋπολογιμού να δαπανάται στη θεραπευτική αντιμετώπιση μετά τη νόσηση.
Λόγω του γεγονότος αυτού, έχει δημιουργηθεί σήμερα μια τάση, κυρίως στον ιδιωτικό τομέα βέβαια, για την ανάπτυξη πολλών ψηφιακών εφαρμογών που προσπαθούν να κινητοποιήσουν τον κόσμο να τροποποιήσει τον τρόπο ζωής του. Σύμφωνα με τα αποτελέσματα μιας αγγλικής μελέτης, η χρήση των εργαλείων αυτών βελτιώνει κατά 78% την παραγωγικότητα και μειώνει κατά 18% το χρόνο απουσίας από την εργασία λόγω ασθένειας, ενώ ένα επιπλέον όφελος για τα συστήματα υγείας είναι πως σε 80% των ατόμων που χρησιμοποιούν τέτοιες εφαρμογές διαπιστώνεται σημαντική βελτίωση των ετών υγιούς διαβίωσης.
Στην εποχή μας, η τεχνολογία αρχίζει να έχει σημαντικό ρόλο στη βελτίωση της υγείας και η ένταξη ψηφιακών εργαλείων στα συστήματα υγείας μπορεί να αποφέρει πολλαπλά οφέλη για όλους, παρατήρησε. Οι επενδύσεις σε συστήματα τηλεϊατρικής και τηλεπαρακολούθησης – τηλεσυμβουλευτικής (η χρήση της οποίας αυξήθηκε σημαντικά κατά την περίοδο της πανδημίας) αυξάνονται εκθετικά στην Ευρώπη, καθώς έχει αποδειχθεί ότι έχουν σημαντικά αποτελέσματα στη βελτίωση της υγείας.
Στην Ελλάδα έχουν γίνει αρκετά βήματα, καθώς ήδη το δημόσιο σύστημα υγείας έχει αρχίσει να εντάσσει εργαλεία αυτής της μορφής, ολοκλήρωσε την εισήγησή του ο ομιλητής, επισημαίνοντας πως υπάρχει έδαφος αξιοποίησης των εργαλείων αυτών και στην αγωγή υγείας, αλλά και στην ψυχική υγεία. Σε μια εποχή που υπάρχει σύγκρουση συμφερόντων, μεταξύ ασθενών, παρόχων και των φορέων που αποζημιώνουν, κατέληξε ο κ. Λοπατατζίδης, ας έχουμε ως κατευθυντήριο άξονα να λειτουργούμε προς όφελος των ασθενών.