Την αισιοδοξία τους για τα επόμενα βήματα στην αξιοποίηση των δεδομένων πραγματικού κόσμου και τη δυνατότητα της χώρας μας να αποτελέσει Κέντρο Αριστείας των RWE, δήλωσαν οι συμμετέχοντες στη συνεδρία «Αξιοποίηση των ψηφιακών τεχνολογιών και μεγάλων δεδομένων: Προσωπικός ηλεκτρονικός φάκελος υγείας» που πραγματοποιήθηκε το πρωί της Πέμπτης.
Την εξαιρετικά ενδιαφέρουσα συζήτηση, η οποία φιλοξένησε τις απόψεις εκπροσώπων της φαρμακευτικής αγοράς, του ακαδημαϊκού χώρου, αλλά και των συλλόγων ασθενών, συντόνισαν η κ. Αικατερίνη Αλεξίου-Χατζάκη, Καθηγήτρια στο Εργαστήριο Φαρμακολογίας του Τμήματος Ιατρικής, στο Δημοκρίτειο Πανεπιστήμιο Θράκης, και ο κ. Αθανάσιος Βοζίκης, Αναπληρωτής Καθηγητής, Διευθυντής του Εργαστηρίου Οικονομικών & Διοίκησης της Υγείας στο Τμήμα Οικονομικής Επιστήμης του Πανεπιστημίου Πειραιώς.
Είμαστε σε καλό δρόμο, δήλωσε ο κ. Βοζίκης, ξεκινώντας τις εργασίες της συνεδρίας. Βασική ωστόσο προϋπόθεση για την επιτυχή υλοποίηση τέτοιων προγραμμάτων είναι η βιωσιμότητα στη χρηματοδότηση, πρόσθεσε, δίνοντας τον λόγο στον κεντρικό ομιλητή, κ. Άγγελο Τσακανίκα, Αναπληρωτή Καθηγητή Οικονομικής Αξιολόγησης Συστημάτων Τεχνολογίας Καινοτομίας και Επιχειρηματικότητας Ε.Μ.Π. και Επιστημονικό Σύμβουλο του ΙΟΒΕ.
Ο κ. Τσακανίκας ξεκίνησε την ομιλία του «Η επίπτωση των ψηφιακών τεχνολογιών και RWE στην εθνική οικονομική ανάπτυξη και τη βιωσιμότητα του συστήματος υγείας», παρουσιάζοντας στοιχεία από τη μελέτη που βρίσκεται σε εξέλιξη από το Εθνικό Μετσόβειο Πολυτεχνείο και το ΙΟΒΕ, με τη χορηγία της MSD, σχετικά με τα RWD και την αξιοποίησή τους.
Οι εφαρμογές μεγάλων δεδομένων (Big Data) στον τομέα της υγείας ταυτίζονται με τη χρήση των Real World Data (πραγματικά δεδομένα για την υγεία – RWD), ανέφερε. Για να είναι ωστόσο ασφαλή και κατάλληλα για χρήση τα δεδομένα αυτά, τόνισε ο ομιλητής, απαιτείται ένα οργανωμένο σύστημα διαχείρισης και ελέγχου στη συλλογή πληροφοριών, καθώς και επεξεργασία και ταξινόμηση της πληροφορίας με σκοπό τη διάχυση και χρήση της έγκυρης πληροφορίας στον τομέα της υγείας και της ιατρικής περίθαλψης.
Τα RWD καταγράφονται και συλλέγονται αυτόματα, παρατήρησε, και στη συνέχεια η επεξεργασία και ανάλυσή τους οδηγεί στην παραγωγή RWE, εξήγησε ο ομιλητής, επισημαίνοντας ότι η διαδικασία περιλαμβάνει φυσικά και μεθόδους επικύρωσης των δεδομένων. Τα RWD είναι δεδομένα υψηλής αξίας, που έχουν σημαντική συνεισφορά στις κλινικές δοκιμές, παραδοσιακές, πραγματιστικές και μελέτες περιπτώσεων, συνέχισε.
Αναφέροντας τις κυριότερες πηγές ψηφιακών δεδομένων και τις πιθανές εφαρμογές των RWD και των RWE, ο κ. Τσακανίκας υπογράμμισε ότι τα δεδομένα αυτά μπορούν να συμβάλουν στη λήψη ορθών ρυθμιστικών αποφάσεων υγείας.
Τα RWD συνεισφέρουν σημαντικά στο ευρύτερο σύστημα υγείας, συμβάλλοντας στη βέλτιστη διαχείριση των διαθέσιμων πόρων, στην εξασφάλιση αξιόπιστων στατιστικών στοιχείων, στην αναγνώριση και προτεραιοποίηση των υγειονομικών αναγκών, στην εκτίμηση της επίπτωσης της νοσηρότητας, στη συγκράτηση των δαπανών, στη σύγκριση διαφορετικών πολιτικών ελέγχου του κόστους, αλλά και στη σύγκριση εναλλακτικών τεχνολογιών υγείας, στην προσέλκυση επενδύσεων κ.ά.
Παρέχουν επίσης σημαντικά οφέλη για τους ασθενείς, την επιστήμη και τους επαγγελματίες υγείας, συνέχισε ο ομιλητής, οδηγώντας σε βελτιωμένα θεραπευτικά αποτελέσματα για τους πρώτους, διευκολύνοντας τους επιστήμονες στην εξαγωγή πολύτιμων συμπερασμάτων και προσφέροντας στους επαγγελματίες υγείας τεκμηριωμένα στοιχεία για την άσκηση του έργου τους.
Υπάρχουν, ωστόσο, και αρκετές προκλήσεις, σημείωσε, όπως το γεγονός ότι δεν έχουν -και δεν πρέπει για λόγους ασφάλειας πολλές φορές να έχουν- όλοι πρόσβαση στα δεδομένα αυτά, η δυσκολία στη σύνδεση των βάσεων δεδομένων, ζητήματα ποιότητας και έλλειψης δεδομένων, θέματα εμπιστοσύνης και προστασίας των προσωπικών δεδομένων των ασθενών, η απουσία σαφών οδηγιών από τις ρυθμιστικές αρχές για τον χειρισμό των δεδομένων, η έλλειψη κριτηρίων απόφασης προτύπων και κατευθυντήριων γραμμών για την ανάπτυξη RWE.
Η Ελλάδα αυτή τη στιγμή δεν βρίσκεται σε καλή θέση στο θέμα του ψηφιακού μετασχηματισμού, τόνισε ο κ. Τσακανίνας, καθώς είμαστε στην 27η θέση μεταξύ των 28 στην Ηλεκτρονική Διακυβέρνηση, παρ’ όλα αυτά τα πρώτα βήματα προς τον στόχο της «Ψηφιακής Υγείας» έχουν ξεκινήσει και το κλίμα είναι σήμερα πιο θετικό, καθώς η πανδημία οδήγησε σε βελτίωση της εμπιστοσύνης και αποδοχής των πολιτών.
Η αλήθεια είναι πως η υγεία βρίσκεται στο επίκεντρο των στρατηγικών για τον ψηφιακό μετασχηματισμό, συνέχισε, υπάρχουν ωστόσο ακόμη αρκετά κενά όσον αφορά στην αξιοποίηση των RWD και στη δημιουργία ενός ρυθμιστικού πλαισίου για τη δευτερογενή επεξεργασία τους.
Η αξιοποίηση των RWD/RWE μπορεί να αποτελέσει επένδυση, παρατήρησε, τονίζοντας τη σημασία της δημιουργίας Κέντρων Αριστείας. Η αξιοποίηση των δεδομένων αυτών μπορεί να λειτουργήσει ως αναπτυξιακός μοχλός της ελληνικής οικονομίας, εξήγησε, καθώς μπορεί να προσελκύσει επενδύσεις στη χώρα μας.
Το κύριο πρόβλημα εστιάζεται στην υλοποίηση του έργου, σημείωσε, επισημαίνοντας την αναγκαιότητα αποσαφήνισης του ρυθμιστικού πλαίσιου. Το μεγάλο στοίχημα, που αυτή τη στιγμή φαίνεται να κερδίζουμε, συνέχισε, είναι να αποκτήσουμε την εμπιστοσύνη των φορέων και των πολιτών.
Η αξιοποίηση των δεδομένων πραγματικού κόσμου προάγει την έρευνα και την καινοτομία και έχει πολλαπλασιαστικά οφέλη για τους ασθενείς και τα οικονομικά της υγείας, ολοκλήρωσε την τοποθέτησή του ο κ. Τσακανίκας, ανακοινώνοντας ότι η μελέτη του ΕΜΠ και του ΙΟΒΕ προγραμματίζεται να παρουσιασθεί σε σύντομο χρονικό διάστημα.
Στη συνέχεια, ο κ. Αναστάσιος Μπούτης, Παθολόγος – Ογκολόγος, Α’ Παθολογική Ογκολογική Κλινική, Αντικαρκινικό Νοσοκομείο «Θεαγένειο» Θεσσαλονίκης και Γενικός Γραμματέας Ε.Ο.Π.Ε. μίλησε για την «Ανάπτυξη του ογκολογικού ψηφιακού φακέλου», ενός έργου που βρίσκεται στην τελική του φάση υλοποίησης.
Παρουσιάζοντας τον ογκολογικό ψηφιακό φάκελο, ο ομιλητής εξήγησε πως είναι ασθενοκεντρικός, εύκολα μεταφερόμενος και ψευδοανωνυμοποιημένος, χαρακτηριστικά που συμβάλλουν στη μέγιστη αξιοποίηση των δεδομένων που περιέχει.
Παραθέτοντας τις βασικές λειτουργίες του ογκολογικού ψηφιακού φακέλου, αλλά και τις εξειδικευμένες λειτουργίες για τους ογκολόγους, έδωσε έμφαση στην ιδιαίτερη αξία της δυνατότητας διασύνδεσης με τη συνταγογράφηση, τον ηλεκτρονικό φάκελο ασθενούς και την ΗΔΙΚΑ.
Αναφερόμενος στα θεραπευτικά πρωτόκολλα της ΕΟΠΕ, δήλωσε ότι είναι εισηγμένα στον ογκολογικό ψηφιακό φάκελο και βρίσκονται στην τελική φάση ώστε να εισαχθούν στο σύστημα ηλεκτρονικής συνταγογράφησης.
Τα τεχνολογικά αυτά εργαλεία, συνέχισε, είναι πολύ εύχρηστα και συμβάλλουν σημαντικά στη διαχείριση των απεικονιστικών εξετάσεων και την εξαγωγή της πληροφορίας από τον ιατρό, ενώ επιπλέον προσφέρουν τη δυνατότητα στους ασθενείς να έχουν πρόσβαση στις πληροφορίες υγείας τους. Ο φάκελος, συμπλήρωσε, φιλοξενείται στην πλατφόρμα της Amazon, γεγονός που προσφέρει εύκολη αποθήκευση της ιατρικής πληροφορίας, αναζήτηση και προβολή της.
Ο ογκολογικός ψηφιακός φάκελος προσφέρει σημαντικά βασικά οφέλη στους ιατρούς, τόνισε, ένα πολύ σημαντικό πλεονέκτημα ωστόσο που αφορά ασθενείς και ιατρούς είναι ότι διευκολύνει τη συνεχή πρόσβαση και των δύο στις πληροφορίες που περιλαμβάνει.
Τα ερευνητικά οφέλη του ογκολογικού ψηφιακού φακέλου είναι φυσικά τεράστια, ανέφερε, καθώς η η αξιοποίηση των δεδομένων αποτελεί μία πηγή πληροφόρησης που προάγει την έρευνα, ενώ επιπλέον συμβάλλει στην ολοκληρωμένη φροντίδα των ασθενών.
Το σημαντικότερο πρόβλημα που αντιμετωπίζουμε σήμερα στην υλοποίηση του έργου και αναζητούνται τρόποι για να λυθεί, εντοπίζεται στην έλλειψη των απαραίτητων υποδομών για τη γραμματειακή και διοικητική υποστήριξή του, στην έλλειψη δηλαδή του ανθρώπινου δυναμικού που θα υποστηρίξει την εύρρυθμη λειτουργία του.
Αυτό είναι ένα πρόβλημα που μπορεί να λυθεί, σχολίασε ο κ. Βοζίκης. Το βασικότερο ωστόσο πρόβλημα είναι ότι πολλά φιλόδοξα και λειτουργικά προγράμματα, που υπόσχονται σημαντικά αποτελέσματα, ξεκινούν και κάποια στιγμή διακόπτονται λόγω της έλλειψης χρηματοδότησης.
Στη συνέχεια, τον λόγο έλαβε ο κ. Δημήτρης Κοντοπίδης, Αντιπρόεδρος της Ένωσης Ασθενών Ελλάδος, ο οποίος στην ομιλία του «Οι ψηφιακές τεχνολογίες και η ενδυνάμωση του ρόλου των Ασθενών» εξέθεσε στο πάνελ την άποψη των ασθενών.
Ο κ. Κοντοπίδης ξεκίνησε λέγοντας ότι είναι θετικό ότι οι ασθενείς αποκτούν επιτέλους φωνή και τους δίνεται η δυνατότητα ως χρήστες να λάβουν μέρος στη διαχείρηση της υγείας τους. Η τεχνολογία προσφέρει βιωσιμότητα και πολλαπλασιαστικό όφελος με παράλληλη εξοικονόμηση πόρων, επισήμανε. Η πανδημία, μέσα στα τόσα άσχημα που μας έφερε, είχε και ένα θετικό, πρόσθεσε, επιτάχυνε την ανάπτυξη ψηφιακών εργαλείων και την είσοδο της τεχνολογίας στην υγεία.
Η πρόσβαση του ασθενούς στον προσωπικό φάκελο υγείας του είναι πολύ σημαντική, συνέχισε. Η ψηφιακή υγεία έχει φέρει δύο σημαντικές αλλαγές: πρώτον, προσφέρει στον ασθενή τη δυνατότητα μεγαλύτερου ελέγχου των πληροφοριών υγείας του και δεύτερον, οι ψηφιακές εφαρμογές μπορούν να συμβάλουν στην καλύτερη αυτοδιαχείριση και πρόληψη των νόσων από τους ασθενείς. Ο ασθενής αποκτά μεγαλύτερο έλεγχο της υγείας του και κατανοεί περισσότερο τους τρόπους με τους οποίους μπορεί ο ίδιος να τη βελτιώσει, εξήγησε, προσθέτοντας ότι φυσικά πρέπει να βρίσκεται πάντα σε επικοινωνία και διάδραση με τον ιατρό του και τις δομές υγείας.
Η τηλεϊατρική και η άυλη συνταγογράφηση που τέθηκε σε εφαρμογή κατά την πανδημία, έφερε τις υπηρεσίες υγείας και την περίθαλψη, τον γιατρό και το φάρμακο, στο σπίτι του ασθενούς, προσφέροντάς του μεγαλύτερη ασφάλεια, διευκόλυνση και ταχύτητα στη λήψη υπηρεσιών υγείας. Η τεχνολογία μέσω των εργαλείων της διευκολύνει την πρόληψη και τη θεραπεία, ενώ συνέβαλε επίσης στην ανάπτυξη της αλληλεγγύης των ασθενών και της δημιουργίας δικτύων ασθενών, όπου πραγματοποιούνται συζητήσεις και ανταλλαγή πληροφορίας και εμπειριών και -πολύ σημαντικό- προσφέρεται υποστήριξη.
Ένα ζήτημα ασφαλώς που απαιτεί ιδιαίτερη προσοχή είναι η ανταλλαγή απόψεων μεταξύ των χρηστών· ενδεχομένως, όπως έδειξε η πρόσφατη εμπειρία, να είναι καλύτερο να γίνεται μόνο ανταλλαγή πληροφορίας, τόνισε ο κ. Κοντοπίδης.
Οι ψηφιακές εφαρμογές αλλάζουν τη συμπεριφορά του ασθενή, συνέχισε ο ομιλητής, αποκτά προφίλ χρήστη και συμπεριφορά καταναλωτή υπηρεσιών υγείας και έχει μεγαλύτερο έλεγχο των δεδομένων υγείας του. Όσον αφορά στον διαμοιρασμό των δεδομένων του ασθενούς, συνέχισε ο κ. Κοντοπίδης, μπορεί να γίνει αποδεκτός υπό δύο όρους: να είναι ασφαλή τα δεδομένα και το όφελος από την αξιοποίηση να επιστρέφει στον ίδιο τον ασθενή.
Για να είναι σε θέση ωστόσο οι ασθενείς να χρησιμοποιήσουν σωστά τα εργαλεία της ψηφιακής υγείας, απαιτείται να έχουν εγχειρίδια οδηγιών, να υπάρχει διαφοροποίηση των εφαρμογών ανά ηλικία χρήστη και ανά πάθηση, αλλά και γνωρίζουν οι χρήστες πότε είναι αναγκαίο να απευθυνθούν με φυσική παρουσία στον ιατρό τους.
Η ψηφιακή εγγραμματοσύνη των πολιτών αποτελεί προαπαιτούμενο για τη σωστή χρήση και πλήρη αξιοποίηση των νέων ψηφιακών εργαλείων υγείας, οδηγώντας παράλληλα σε αποδοτικότερη και αποτελεσματικότερη κατανομή των υγειονομικών πόρων, υπογράμμισε ο ομιλητής. Έχουμε την ιατρική πληροφορία, θα πρέπει να αναπτυχθεί και η κριτική μας ικανότητα ώστε να μπορούμε να την κατανοήσουμε σωστά, εξήγησε.
Επιπλέον, συνέχισε, η σπανιότητα των πόρων στην υγεία αποτελεί στην εποχή μας -και στη χώρα μας- δεδομένο· θα πρέπει επομένως να την κατανοήσει και ο ασθενής. Η έννοια της δικαιοσύνης στην υγεία, με βάση την οποία το ίσο δικαίωμα στην υγεία πρέπει να συνδυάζεται με το μέγιστο όφελος για την κοινωνία, είναι απαραίτητο να γίνει κατανοητή από όλους, ώστε να υπάρξει όσο το δυνατόν δικαιότερη κατανομή των πόρων.
Η πρόσβαση των ασθενών, ολοκλήρωσε την εισήγησή του ο κ. Κοντοπίδης, εξαρτάται από το κόστος, την καταλληλότητα για τους χρήστες και τη χρηστικότητα των εφαρμογών, ενώ φυσικά είναι απαραίτητο να υπάρχει διαλειτουργικότητα των εφαρμογών σε όλο το σύστημα υγείας.
Επόμενη εισήγηση ήταν της κ. Δάφνης Καϊτελίδου, Καθηγήτριας, Διευθύντριας Εργαστηρίου Οργάνωσης και Αξιολόγησης Υπηρεσιών Υγείας, Τομέας Δημόσιας Υγείας, Τμήμα Νοσηλευτικής Ε.Κ.Π.Α. και Προέδρου του Οργανισμού Διασφάλισης της Ποιότητας στην Υγεία (Ο.ΔΙ.Π.Υ.) με θέμα «Η αξιοποίηση RWE στο σύστημα υγείας. Τα πρώτα δειλά βήματα».
Η αξιοποίηση των δεδομένων RWE στο σύστημα υγείας βρίσκεται σήμερα στα πρώτα της βήματα και χρειάζεται ακόμη να γίνουν πολλά για να μπορέσει να γίνει πράξη, ανέφερε η ομιλήτρια. Σε αντίθεση, ωστόσο, με τις τυχαιοποιημένες κλινικές μελέτες στις οποίες συμμετέχουν συγκεκριμένες ομάδες ασθενών, τα RWD μας προσφέρουν πολύτιμες πληροφορίες για τον πραγματικό πληθυσμό στόχο της παροχής υπηρεσιών υγείας.
Παρουσιάζοντας στοιχεία από τη μελέτη του Εργαστηρίου Οργάνωσης και Αξιολόγησης Υπηρεσιών Υγείας για τη διερεύνηση του ρόλου που μπορούν να διαδραματίσουν τα RWE στην υγεία, η οποία βρίσκεται σε εξέλιξη, η κ. Καϊτελίδου, ανέφερε πως, αν και η χρήση τους είναι ακόμη περιορισμένη, το κλίμα είναι πολύ θετικό, καθώς οι φορείς πιστεύουν πως θα λάβουν χρήσιμες πληροφορίες για ομάδες ασθενών που δεν συμμετέχουν σε μελέτες, καθώς και σημαντικές πληροφορίες σχετικά με τη συμμόρφωση των ασθενών στις θεραπείες τους.
Υπάρχουν ασφαλώς ανησυχίες σχετικά με την εγκυρότητα, τη διαδικασία, την πρόσβαση κ.ά., πρόσθεσε η ομιλήτρια, για τις οποίες διατυπώνεται μια σειρά προτάσεων ώστε να αντιμετωπισθούν. Κοινή συνισταμένη όλων, υπογράμμισε, αποτελεί η απαίτηση της ανάπτυξης ρυθμιστικού πλαισίου για τη συστηματική και έγκυρη χρήση των δεδομένων.
Ο στρατηγικός σχεδιασμός πρέπει να περιλαμβάνει την υιοθέτηση βασικών δεικτών αποτελεσματικότητας και ασφάλειας, με συστηματική μέτρησή τους, υπογράμμισε η κ. Καϊτελίδου. Αυτή τη στιγμή ωστόσο βρισκόμαστε πίσω σε αυτό, τόνισε, αναφέροντας ότι κατά την προσπάθεια αξιοποίησης των υπαρχόντων πληροφοριακών συστημάτων μέσα από τους νοσοκομειακούς φακέλους των ασθενών, διαπιστώθηκε ότι λείπουν από αυτούς σημαντικές πληροφορίες και έντυπα, με αποτέλεσμα να μην μπορεί να γίνει αξιολόγηση των βασικών δεικτών.
Η οπτική γωνία των χρηστών-ασθενών, συνέχισε η ομιλήτρια, είναι φυσικά πολύ σημαντική στην ψηφιακή υγεία και θα πρέπει να αναζητηθεί και να αξιοποιηθεί, καθώς στο επίκεντρο της υγείας είναι ο ίδιος ο ασθενής.
Για να διασφαλισθεί η εγκυρότητα στην αξιοποίηση των δεδομένων, απαιτείται ενιαίο μεθοδολογικό πλαίσιο και όχι μόνο ενιαία ψηφιακά εργαλεία, υπογράμμισε. Για τη μετάβασή μας στην ψηφιακή υγεία απαιτείται ένα σύνολο ενεργειών, ολοκλήρωσε την τοποθέτησή της η ομιλήτρια, που περιλαμβάνουν την ανάδειξη της υγείας ως εθνική προτεραιότητα, την αύξηση των δαπανών και την προτεραιοποίηση των δαπανών με έμφαση στην έρευνα και τον μετασχηματισμό του συστήματος υγείας. Βρισκόμαστε σε καλό δρόμο, συμπλήρωσε, ωστόσο για την αξιοποίηση των RWE απαιτείται απαραιτήτως η δημιουργία του κατάλληλου ρυθμιστικού πλαισίου και η συνεργασία όλων των εμπλεκόμενων.
Ολοκληρώνοντας τις ομιλίες, ο κ. Αντώνης Καρόκης, External Affairs Director στην MSD, παρουσίασε το θέμα «Η Ελλάδα ως Κέντρο Αριστείας στη συλλογή και ανάλυση των RWE. Είναι εφικτή μια Εθνική Στρατηγική;», αναφέροντας πως θα πρέπει να βρούμε τρόπους να φέρουμε την Πολιτεία και το ρυθμιστικό πλαίσιο κοντά στις ανάγκες του πληθυσμού.
Υπάρχει πληθώρα δεδομένων υψηλής αξίας που μπορούν να αξιοποιηθούν, συμφώνησε με τους προηγούμενους ομιλητές ο κ. Καρόκης.
Η ανάλυση των δεδομένων πραγματικής κλινικής πρακτικής με μια οργανωμένη προσέγγιση μπορεί να προσδιορίσει το σημείο ισορροπίας μεταξύ όλων των παραγόντων του συστήματος υγείας και να φέρει τη σύμπλευσή τους, υπογράμμισε.
Τα διάφορα δεδομένα μπορούν να συμβάλουν στη σωστή εκτίμηση των υγειονομικών αναγκών και τη βελτίωση κατά συνέπεια των κλινικών και πολιτικών αποφάσεων υγείας, συνέχισε, επισημαίνοντας πως τα RWE μπορούν επιπλέον να διαδραματίσουν σημαντικό ρόλο και στην Αξιολόγηση Τεχνολογιών Υγείας.
Η αξιοποίηση των δεδομένων αυτών θα πρέπει ασφαλώς να είναι προς όφελος των ασθενών και τα RWE των Μητρώων θα πρέπει να εστιάζουν στις εκβάσεις υγείας που έχουν τη μεγαλύτερη σημασία για τους ασθενείς, παρατήρησε ο εισηγητής.
Το θετικό στη χώρα μας είναι ότι έχουμε τη δυνατότητα να συλλέγουμε πολλαπλά RWD, καθώς οι ασθενείς, οι πάροχοι και οι επαγγελματίες υγείας είναι άμεσα συνδεδεμένοι, τόνισε. Αν αξιοποιήσουμε αυτά τα δεδομένα, η Ελλάδα θα μπορούσε να αποτελέσει Κέντρο Αριστείας των RWE, πρόσθεσε ο κ. Καρόκης, η αξιοποίησή τους, ωστόσο, απαιτεί συνεργασία και συλλογικότητα.
Οι βασικές συνιστώσες του συστήματος, ολοκλήρωσε την τοποθέτησή του ο ομιλητής, είναι η συλλογή των δεδομένων, η ανωνυμοποίηση και διάθεσή τους, η ανάλυση, η λήψη αποφάσεων και η ανάδραση, επισημαίνοντας ότι είναι απαραίτητο να συμμετέχουν όλοι στο σύστημα.
Στην Ελλάδα έχουμε πληθώρα δεδομένων που μπορούν να δημιουργήσουν χρήσιμη πληροφόρηση. Μπορούμε να έχουμε πρόσβαση και αξιόπιστα δεδομένα, η υλοποίηση ωστόσο εξαρτάται από το αν θα ληφθούν και οι ανάλογες πολιτικές αποφάσεις, σχολίασε ολοκληρώνοντας τις εργασίες της συνεδρίας ο κ. Βοζίκης. Φαίνεται ωστόσο πως μπορούμε να είμαστε αισιόδοξοι, πρόσθεσε, καθώς βρισκόμαστε σε καλό δρόμο.