Είναι προφανές και γενικά αποδεκτό ότι το μέλλον της ιατρικής περίθαλψης είναι τεχνολογικό και ψηφιακό. Το ελληνικό σύστημα υγείας δεν έχει επιδείξει καλές επιδόσεις στην πρόσληψη των νέων τεχνολογιών. Για τη βελτίωση της κατάστασης είναι απαραίτητη η θέσπιση ενός κατάλληλου ρυθμιστικού πλαισίου, προσαρμοσμένου στα νέα δεδομένα.
Με αυτήν τη σύντομη εισαγωγή, ο κ. Γιάννης Κυριόπουλος, Καθηγητής – Πρόεδρος Ινστιτούτου Οικονομικών της Υγείας, κάλεσε τον κ. Επαμεινώνδα Σαμαντά, Διευθυντή Β’ Ογκολογικής Κλινικής, Νοσοκομείο Metropolitan, να συντονίσει τη συζήτηση. Ο κ. Σαμαντάς υπογράμμισε τον τεράστιο ρόλο που παίζει η εξατομικευμένη ιατρική, ή καλύτερα η ιατρική ακριβείας, στους ογκολογικούς ασθενείς, καθώς είναι αυτή που καλείται να θεραπεύσει τον ασθενή και όχι την ασθένεια, βασιζόμενη στα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά του εκάστοτε ασθενούς. Ο κ. Σαμαντάς έδωσε στη συνέχεια τον λόγο στον πρώτο ομιλητή.
Ο κ. Κυριάκος Σουλιώτης, Καθηγητής Πολιτικής Υγείας, Κοσμήτορας Σχολής Κοινωνικών και Πολιτικών Επιστημών, Πανεπιστήμιο Πελοποννήσου, ξεκίνησε την εισήγησή του τονίζοντας ότι έχουμε φύγει πλέον από τη λογική της «μίας θεραπείας που ταιριάζει για όλους» και προχωρούμε προς μια απόλυτα εξατομικευμένη προσέγγιση, η οποία έχει καλύτερα αποτελέσματα και, τελικά, καλύτερη αξιοποίηση των σπάνιων πόρων. Μπορεί να απαιτεί μια εμπροσθοβαρή χρηματοδότηση για την ενσωμάτωση των νέων τεχνολογιών, αλλά είναι πιο αποδοτική μακροπρόθεσμα.
Το κόστος του καρκίνου
Αναφερόμενος αρχικά στα οικονομικά στοιχεία του καρκίνου, ο κ. Σουλιώτης δήλωσε πως η εξατομικευμένη ιατρική αποτελεί ένα ραγδαία αναπτυσσόμενο πεδίο, τόσο από ερευνητική όσο και από οικονομική άποψη, καθώς στο άμεσο μέλλον αναμένεται να συγκεντρώσει τεράστιους πόρους σε παγκόσμιο επίπεδο. Από 1,2 δισ. δολάρια που είχε συγκεντρώσει το 2015, αναμένεται να ξεπεράσει τα 2,7 δισ. δολάρια το 2022. Ο τομέας της γονιδιακής θεραπείας, στον οποίο δαπανήθηκαν 0,56 δισ. δολάρια το 2019, αναμένεται να ξεπεράσει τα 16,5 δισ. δολάρια το 2030.
Η Ελλάδα καλείται να ενσωματώσει ασθμαίνοντας τη νέα τεχνολογία στην καθημερινή ιατρική πρακτική, τη στιγμή που η αντιμετώπιση του καρκίνου είναι ήδη ιδιαίτερα δαπανηρή και το κόστος της παρουσιάζει διαρκώς αυξητική πορεία: από 167 δισ. δολάρια που ήταν το 2020, αναμένεται να φθάσει τα 273 δισ. δολάρια το 2025, σε παγκόσμιο επίπεδο.
Επισημαίνοντας τον ανεπαρκή συνυπολογισμό του έμμεσου κόστους, ο ομιλητής παρατήρησε ότι η υψηλή δαπάνη και η συνεχής αύξησή της είναι κάτι που χαρακτηρίζει όλους τους τύπους του καρκίνου και προκαλείται τόσο από τις υπηρεσίες όσο και από τα φάρμακα. Το κόστος του φαρμάκου στην Ευρώπη, το οποίο αντιπροσώπευε το 12% του συνολικού άμεσου κόστους του καρκίνου το 2005, ανήλθε στο 31% το 2018, πράγμα λογικό αφού είναι ο τομέας στον οποίο γίνεται η περισσότερη έρευνα, αλλά και ο οποίος δίνει τα καλύτερα θεραπευτικά αποτελέσματα.
Στην Ελλάδα, το 2018, το άμεσο ιατρικό κόστος αντιπροσώπευε το 47% του συνολικού κόστους του καρκίνου, το μη ιατρικό κόστος το 38%, και το έμμεσο ιατρικό κόστος το 15%, ενώ οι συνολικές δαπάνες για τον καρκίνο αντιπροσώπευαν το 6,5% των συνολικών δαπανών για την υγεία και δεν υπολείπονταν σε σχέση με τις υπόλοιπες χώρες της Ευρώπης (6,2% κατά μέσον όρο). Δεδομένου όμως ότι οι συνολικές δαπάνες για την υγεία είναι πολύ πιο χαμηλές στην Ελλάδα, η δαπάνη για τον καρκίνο σε απόλυτους αριθμούς είναι πιο χαμηλή.
Η ήδη δυσμενής αυτή θέση γίνεται ακόμη πιο σημαντική εν όψει της καταιγίδας που αναμένεται να φέρει η πανδημία και πρέπει να προετοιμαστούμε για αυτό που θα ακολουθήσει. Μελέτες σε πάρα πολλές χώρες δείχνουν πολύ σημαντική μείωση των προσυμπτωματικών ελέγχων και των νέων διαγνώσεων καρκίνου, για όλους τους τύπους καρκίνου. Στην Ελλάδα, 1 στους 4 ασθενείς δηλώνει ότι νιώθει ακάλυπτος στην περίοδο της πανδημίας. Η χρήση των νέων τεχνολογιών έδρασε ανακουφιστικά και βοήθησε στην επικοινωνία των ασθενών με τις υπηρεσίες υγείας, ωστόσο η καθυστέρηση αυτή αναμένεται να προκαλέσει αύξηση του κόστους του καρκίνου τα επόμενα χρόνια, η οποία στις ΗΠΑ υπολογίζεται ότι θα φθάσει το 8%, ποσοστό το οποίο μεταφράζεται σε 15 δισ. δολάρια.
Η απορρόφηση των νέων τεχνολογιών
Όσον αφορά τώρα στην πρόσβαση στην καινοτομία και στην εξατομικευμένη φροντίδα, η Ελλάδα κατατάσσεται στην 22η θέση μεταξύ 28 χωρών που εξετάστηκαν βάσει του Sustainability Index. Βάσει του πιο αναλυτικού Personalised Health Index, η Ελλάδα κατατάσσεται στην 28η θέση μεταξύ 34 χωρών και, πιο συγκεκριμένα, με βάση τους επί μέρους δείκτες που απαρτίζουν τον Personalised Health Index, η Ελλάδα κατατάσσεται:
- 31η βάσει του δείκτη Health Information (δεδομένα, υποδομές και τεχνογνωσία που οδηγούν στην εξατομίκευση) (στις 3 πρώτες θέσεις: Εσθονία, Φινλανδία, Πορτογαλία)
- 11η βάσει του δείκτη Health Services (σχεδιασμός, οργάνωση και παροχή των υπηρεσιών που οδηγούν στην εξατομίκευση) (στις 3 πρώτες θέσεις: Ολλανδία, Ην. Βασίλειο, Δανία)
- 26η βάσει του δείκτη Personalised Technologies (συσκευές, εφαρμογές, πλατφόρμες και δομές αποζημίωσης που οδηγούν στην εξατομίκευση) (στις 3 πρώτες θέσεις: Γερμανία, Ην. Βασίλειο, Γαλλία)
- 32η βάσει του δείκτη Policy Context (πολιτικές, πλαίσια, συνεργασίες και ανθρώπινο δυναμικό που οδηγούν στην εξατομίκευση) (στις 3 πρώτες θέσεις: Φινλανδία, Αυστρία, Ολλανδία)
Με βάση τα παραπάνω, θα μπορούσε κανείς να πει ότι το πρόβλημα στην Ελλάδα είναι πολιτικό, ωστόσο έρευνα που πραγματοποιήθηκε δείχνει ότι το πρόβλημα σχετίζεται σε μεγάλο βαθμό με την ταχύτητα των διαδικασιών για την απορρόφηση των νέων τεχνολογιών. Από 116 προϊόντα που υποβλήθηκαν για έγκριση στο διάστημα των 3,5 ετών της μελέτης, μόνο τα 36 κατάφεραν τελικά να ολοκληρώσουν τη μακρά και πολύπλοκη διαδικασία. Η κατάσταση βελτιώνεται, καθώς από μέσο όρο 320 ημερών που απαιτείτο την περίοδο 2018-2019 έχουμε φθάσει στις 197 ημέρες κατά μέσον όρο την περίοδο 2020-2021, αλλά μόνο 1 προϊόν εγκρίθηκε στο διάστημα κάτω των 180 ημερών που προβλέπει ο νόμος.
Ο κ. Σουλιώτης ολοκλήρωσε την εισήγησή του τονίζοντας ότι βρισκόμαστε στην 4η βιομηχανική επανάσταση και νέες συσκευές έρχονται να αλλάξουν το τοπίο. Το μεγαλύτερο μέρος της τεχνητής νοημοσύνης στρέφεται πλέον στον κλάδο της υγείας. Οι αλγόριθμοι τεχνητής νοημοσύνης θα αναγνωρίζουν τις γενετικές μεταλλάξεις του καρκίνου και θα προβλέπουν μια εξατομικευμένη θεραπεία για κάθε ασθενή. Την ίδια στιγμή, οι μηχανισμοί αποζημίωσης κατασκευάζουν νέους αλγόριθμους για να ξέρουμε ότι τα χρήματα πηγαίνουν εκεί που πρέπει.
Στην Ελλάδα θα πρέπει να γίνουν δύο πράγματα. Πρώτον, να μετρήσουμε σε βάθος το κόστος του καρκίνου, γιατί στην πραγματικότητα δεν το γνωρίζουμε. Δεύτερον, η επιστημονική κοινότητα θα πρέπει να κινητοποιήσει τους μηχανισμούς αποζημίωσης, καθώς δεν μπορούμε να περιμένουμε από τον οργανισμό που αποζημιώνει (τον ΕΟΠΥΥ) να αναλάβει τις σχετικές πρωτοβουλίες.
Λαμβάνοντας τον λόγο, η κ. Χαρά Κανή, Προϊσταμένη Τμήματος Σχεδιασμού και Παρακολούθησης Χορήγησης Φαρμάκων, Διεύθυνση Φαρμάκου, Γενική Διεύθυνση Οργάνωσης και Σχεδιασμού Υπηρεσιών Υγείας, Ε.Ο.Π.Υ.Υ., επισήμανε αρχικά ότι η έννοια της εξατομικευμένης ιατρικής υπήρχε ήδη από την εποχή του Ιπποκράτη, ενώ στον χώρο του φαρμάκου εφαρμοζόταν πάντα ένα είδος εξατομίκευσης, με βάση το προφίλ ασφάλειας και αποτελεσματικότητας των φαρμάκων. Επομένως, η ιατρική ακριβείας παρουσιάζει μια συνέχεια και στη σύγχρονη εποχή εξελίσσεται παράλληλα με τη μελέτη του DNA, με κομβικό έτος το 1970, κατά το οποίο χορηγήθηκε για πρώτη φορά η ταμοξιφαίνη σε γυναίκες με καρκίνο του μαστού που είχαν θετικούς οιστρογονικούς υποδοχείς.
Μια σημαντική αλλαγή που έχει επέλθει στην ογκολογία είναι ότι, ενώ παλαιότερα τα φάρμακα στόχευαν σε συγκεκριμένο όγκο, πλέον τα φάρμακα στοχεύουν σε συγκεκριμένο δείκτη. Όλα αυτά θα δημιουργήσουν αλλαγές στο σύστημα αξιολόγησης και αποζημίωσης. Παρουσιάζοντας δεδομένα του FDA για τα εγκεκριμένα ογκολογικά φάρμακα των οποίων η ένδειξη συσχετίζεται με κάποιον βιοδείκτη, η κ. Κανή παρατήρησε ότι η πλειοψηφία αυτών των φαρμάκων προορίζεται για τον καρκίνο του μαστού (23%), τον καρκίνο του πνεύμονα (24%), τη λευχαιμία (11%) και το μελάνωμα (9%).
Ερχόμενη στην Ευρώπη και στην αξιολόγηση των βιοδεικτών έτσι ώστε να αποζημιώνονται από τα συστήματα υγείας, η κ. Κανή ανέφερε τα εξής κριτήρια ωριμότητας των συστημάτων: α) ύπαρξη κοινού πλαισίου αποζημίωσης για φάρμακα/βιοδείκτες, β) τιμολόγηση βασισμένη στην αξία, γ) σύστημα κωδικοποίησης των βιοδεικτών, δ) ειδικό σύστημα αξιολόγησης τεχνολογιών υγείας (HTA) για τους βιοδείκτες, ε) ειδικό HTA για το φάρμακο/companion diagnostic, στ) ταχύτητα αποζημίωσης, ζ) ιχνηλάτηση χρήσης και αποζημίωσης των βιοδεικτών και η) εθνική χρηματοδότηση για ιατρική ακριβείας. Με βάση αυτά τα κριτήρια, τα πιο ώριμα συστήματα υγείας στην Ευρώπη είναι αυτά της Γερμανίας, του Ην. Βασιλείου και της Γαλλίας.
Στην Ελλάδα, το 2014 δημοσιεύθηκε ο πρώτος κατάλογος βιοδεικτών που αποζημιώνονται, ο οποίος όμως δεν έχει ανανεωθεί έκτοτε. Επιπλέον, η διαδικασία αποζημίωσης του φαρμάκου (η οποία ξεκινά από τον ΕΟΦ) είναι διακριτή από τη διαδικασία αποζημίωσης του βιοδείκτη (η οποία ξεκινά από το ΚΕΣΥ). Οι δύο διαδικασίες δεν είναι απαραίτητο να εξελίσσονται παράλληλα, ενώ υπάρχουν και δύο ξεχωριστοί προϋπολογισμοί. Επομένως, απαιτείται αλλαγή του πλαισίου αξιολόγησης, θα πρέπει να υπάρχει ένας κοινός προϋπολογισμός, ενώ θα πρέπει επίσης το σύστημά μας να μπορέσει να ενσωματώσει την ανάπτυξη συμφωνιών ειδικού τύπου, που να περιλαμβάνουν το φάρμακο και τον βιοδείκτη μαζί.
Ωστόσο, αν θέλουμε να ενσωματώσουμε στο υπάρχον σύστημα την αποζημίωση των βιοδεικτών, οι οποίοι αποδεδειγμένα προσφέρουν εξοικονόμηση κόστους, θα πρέπει να γίνουν αλλαγές, όχι μόνο στον τρόπο αξιολόγησης των τεχνολογιών υγείας, με εισαγωγή νέων παραμέτρων και προσαρμογή σε νέους τύπους μελετών, αλλά επίσης στα οικονομικά της υγείας, στην πολιτική υγείας και στα μοντέλα αποζημίωσης.
Τον λόγο πήρε στη συνέχεια ο κ. Ηλίας Αθανασιάδης, Δρ, Ογκολόγος-Παθολόγος, Διευθυντής Ογκολογικής Κλινικής, Νοσοκομείο «Μητέρα», ο οποίος εξήγησε αρχικά τη μοριακή βάση της εξατομίκευσης της ογκολογικής θεραπείας. Οι άξονες στους οποίους βασίζεται η εξατομικευμένη θεραπεία στους ογκολογικούς ασθενείς είναι οι εξής:
α) Εξατομίκευση ως προς τον ιστολογικό τύπο. Η εξατομίκευση αυτή υπήρχε και πριν από τη σύγχρονη τεχνολογία και εξακολουθεί και σήμερα να παίζει βασικό ρόλο.
β) Εξατομίκευση ως προς τη μοριακή ταυτότητα. Οι όγκοι ταξινομούνται σε διαφορετικές οντότητες βάσει αυτής της ταυτότητας και, πλέον, οι ενδείξεις των φαρμάκων προκύπτουν από διαφορετικούς υπότυπους. Ιδίως μετά την πρώτη γραμμή θεραπείας, η θεραπεία αποφασίζεται βάσει της ανταπόκρισης συγκεκριμένων μοριακών υποτύπων, με βάση τους βιοδείκτες. Χωρίς τη μοριακή ταυτοποίηση του όγκου, όχι μόνο στην έναρξη της νόσου, αλλά και καθ’ όλη τη διάρκεια της εξέλιξής της, η θεραπεία ενδέχεται να μην αποδώσει.
γ) Εξατομίκευση ως προς τη λειτουργική κατάσταση του ασθενούς, τις συννοσηρότητες, τους ανταγωνιστικούς κινδύνους και τα συστήματα υποστήριξης (οικογενειακό δίκτυο)
δ) Εξατομίκευση ως προς τις προσωπικές επιλογές και προτεραιότητες του ασθενούς.
Ο κ. Αθανασιάδης ανέφερε επίσης ότι η ιατρική ακριβείας στο μοριακό επίπεδο έχει πλέον προχωρήσει πολύ, καθώς μπορούμε να εντοπίσουμε τις μεταλλάξεις, τη μεθυλίωση και τις επιγενετικές αλλαγές και μπορούμε πλέον να βρούμε τι κινητοποιεί τον όγκο. Εξατομίκευση γίνεται επίσης με βάση το μικροπεριβάλλον, δηλαδή τον μεταβολισμό του όγκου και το ανοσολογικό περιβάλλον.
Η μεγάλη πρόκληση στην ιατρική ακριβείας έγκειται στην ετερογένεια του όγκου. Ο όγκος δεν μένει σταθερός, αλλά εξελίσσεται με τη δημιουργία κλώνων, οι οποίοι επιλέγονται, επιβιώνουν και δίνουν νέους κλώνους με έναν δαρβινικό θα έλεγε κανείς τρόπο, αποτελώντας τη βάση της ετερογένειας. Η ετερογένεια αφορά τόσο τον ίδιο τον όγκο όσο και το μικροπεριβάλλον του.
Έτσι, οι όγκοι θα μπορούσαν να διακριθούν σε «χαζούς» (stupid tumors) και «έξυπνους» (smart tumors), ανάλογα με τον βαθμό ετερογένειας που παρουσιάζουν. Η πορεία ενός «χαζού» όγκου είναι συνεχής, βραδεία και αναμενόμενη, αντιστοίχως και η ανταπόκριση στα φάρμακα. Ένας «έξυπνος» όγκος όμως, προχωρά με πολλούς και διαφορετικούς τρόπους μέσω της ανάπτυξης κλώνων, οι οποίοι γεννούν άλλους κλώνους και, έτσι, η θεραπεία δεν μπορεί να έχει ιδιαίτερα αποτελέσματα. Η ετερογένεια είναι τέτοια που είναι αδύνατο να βρεθεί θεραπεία για κάθε κλώνο. Έτσι, το χαρακτηριστικό του όγκου που αποτελεί το υψηλότερο εμπόδιο για τους ογκολόγους δεν είναι η ταχύτητα πολλαπλασιασμού, αλλά η ικανότητά του να δημιουργεί κλώνους και υποκλώνους.
Ερχόμενος στην εποχή της COVID-19, ο κ. Αθανασιάδης ανέφερε ότι η φροντίδα των ασθενών συνεχίστηκε και η προσαρμοστικότητα που επέδειξε το σύστημα ήταν εντυπωσιακή. Παρ’ όλα αυτά, οι ασθενείς προσέρχονταν καθυστερημένα και οι διαγνώσεις ήταν καθυστερημένες. Δημιουργήθηκε αδράνεια και σύγχυση, όχι μόνο στους ασθενείς, αλλά και στους γιατρούς. Σε πολλές περιπτώσεις, οι ασθενείς απέδιδαν τα συμπτώματα της ογκολογικής νόσου τους σε πιθανή νόσο COVID ή, αργότερα, σε παρενέργειες του εμβολίου. Συγχρόνως, υποχώρησε ο ρυθμός των κλινικών μελετών και οι ασθενείς έχασαν τα παράθυρα ευκαιρίας για ένταξη σε κλινικές μελέτες. Παρ’ όλα αυτά, η επιστήμη δεν σταμάτησε, συνέχισε να παράγει ενδείξεις και να ενισχύει τις προοπτικές για τους ασθενείς.
Τέλος, ο κ. Αθανασιάδης αναφέρθηκε στη δύναμη που έχουν οι ασθενείς και στις πιέσεις που μπορούν να ασκήσουν, διαμαρτυρόμενοι για την καθυστέρηση στην άφιξη των νέων φαρμάκων στους ασθενείς και για τον πάρα πολύ αργό ρυθμό των κλινικών μελετών.
Ο επόμενος ομιλητής, ο κ. Κώστας Σταματόπουλος, Διευθυντής, Ινστιτούτο Εφαρμοσμένων Βιοεπιστημών, ΕΚΕΤΑ (Εθνικό Κέντρο Έρευνας και Τεχνολογικής Ανάπτυξης) – Επισκέπτης Καθηγητής, Ινστιτούτο Karolinska, επισήμανε αρχικά ότι η κλασική προσέγγιση στην ογκολογία μπορεί να αποβεί επιβλαβής και δαπανηρή, όπως αποδεικνύουν οι 100.000+ θάνατοι κάθε χρόνο από ανεπιθύμητες ενέργειες φαρμάκων και τα 2 εκατομμύρια νοσηλείες, με κόστος 100 δισ. δολαρίων για το σύστημα υγείας, σύμφωνα με στοιχεία του FDA (αντίστοιχα είναι τα μεγέθη και για την Ευρώπη).
Στη συνέχεια ο κ. Σταματόπουλος παρουσίασε δύο πραγματικά περιστατικά ασθενών, δύο νέων ανδρών με διάγνωση χρόνιας μυελογενούς λευχαιμίας, εκ των οποίων ο ένας υποβλήθηκε σε αλλογενή μεταμόσχευση (μια πολύ ακριβή θεραπευτική μέθοδο) το 1997 και κατέληξε το 1999, ενώ ο άλλος έλαβε θεραπεία με imatinib το 2001 και σήμερα, το 2021, βρίσκεται σε άριστη γενική κατάσταση. Τα περιστατικά αυτά τονίζουν την αξία των εξειδικευμένων στοχευτικών φαρμάκων, τα οποία αποτέλεσαν σταθμό στη θεραπεία του καρκίνου και μας οδήγησαν να μιλάμε για ένα νέο υπόδειγμα στην ογκολογία, τη θεραπεία ακριβείας, κατά την οποία η συγκεκριμένη γενετική βλάβη που έχει ένας ασθενής αντιστοιχίζεται με το κατάλληλο φάρμακο. Αυτό, παρά το υψηλό αρχικό κόστος των φαρμάκων, οδηγεί σε εξοικονόμηση κόστους μέσω της περιστολής των περιττών δαπανών.
Εστιάζοντας στην ελληνική πραγματικότητα, ο κ. Σταματόπουλος διατύπωσε και αυτός φόβους για αύξηση των περιστατικών καρκίνου στο μέλλον λόγω των καθυστερημένων διαγνώσεων που προκλήθηκαν από την πανδημία. Αυτό είναι κάτι που έρχεται να προστεθεί σε μια ήδη δυσοίωνη κατάσταση καθώς, σύμφωνα με στοιχεία του 2019, ενώ η θνητότητα από τα καρδιαγγειακά νοσήματα μειώνεται, η θνητότητα από ορισμένους τύπους καρκίνου, όπως ο καρκίνος του παγκρέατος, ο καρκίνος του παχέος εντέρου, ο καρκίνος του μαστού και ο καρκίνος του πνεύμονα, αυξάνεται ή, στην καλύτερη περίπτωση, παραμένει σταθερή.
Όπως εξήγησε ο κ. Σταματόπουλος, ογκολογία ακριβείας σημαίνει: α) λήψη δειγμάτων και δυνατότητα ανάλυσης διαταραχών σε βιολογικές οδούς (δηλ. έμφαση στην προαναλυτική φάση), β) δυνατότητα επικύρωσης βιοδεικτών μέσα από συνεργατικές μελέτες (ένα σημείο στο οποίο η χώρα μας χωλαίνει τραγικά), γ) υποδομές βιοανάλυσης και ανάλυσης δεδομένων (εδώ τα πράγματα είναι ακόμη χειρότερα, ιδίως στον δημόσιο τομέα), δ) συστήματα υποστήριξης της κλινικής απόφασης και ε) έμφαση σε δεδομένα από τον πραγματικό κόσμο, τα οποία εκτείνονται από τα μητρώα ασθενών (που δεν διαθέτουμε) μέχρι τον ηλεκτρονικό φάκελο (που επίσης δεν διαθέτουμε) και μέχρι μη δομημένα δεδομένα (όπως αυτά στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, αλλά και δεδομένα από έξυπνα ρολόγια και άλλες συσκευές).
Η πρόκληση, λοιπόν, σήμερα είναι η ενοποίηση των κλινικών και των γονιδιωματικών δεδομένων. Στα πρώτα δειλά βήματα που πραγματοποιούνται στην Ελλάδα περιλαμβάνεται η θέσπιση του Εθνικού Δικτύου Ιατρικής Ακριβείας στην Ογκολογία, ένα βήμα όμως το οποίο θα μείνει μετέωρο αν δεν υπάρξουν άμεσα εξελίξεις.
Με τα λιγοστά μέσα που του διατέθηκαν, το Εθνικό Δίκτυο Ιατρικής Ακριβείας στην Ογκολογία έθεσε τους εξής στόχους: α) βέλτιστη διάγνωση και αντιμετώπιση των ασθενών, ανεξάρτητα από τον τόπο διαμονής, β) δημιουργία αποθετηρίου δεδομένων, γ) ασφάλεια δεδομένων, δ) προτυποποιημένες διαδικασίες, ε) έρευνα στον καρκίνο και στ) συνεργασία δημόσιου και ιδιωτικού τομέα. Για πρώτη φορά, λοιπόν, η χώρα διαθέτει πλέον εθνικό δημόσιο αποθετήριο γονιδιωματικών δεδομένων, διασύνδεση του δικτύου με την ΗΔΙΚΑ, 7 πιστοποιημένα εργαστήρια αναφοράς, κοινές ροές εργασίας, καθώς και πάνω από 5.000 δείγματα τα οποία έχουν αποσταλεί από περισσότερους από 450 συνεργαζόμενους ιατρούς. Τα επόμενα βήματα που σχεδιάζονται είναι: α) η περαιτέρω πιστοποίηση εργαστηρίων, β) η ανάπτυξη νέων διαγνωστικών πρωτοκόλλων για ευρεία διαγνωστική εφαρμογή, γ) η εισαγωγή των μεγάλων panel, whole exome και whole genome sequencing στην κλινική πρακτική και δ) η διεξαγωγή προοπτικών ερευνητικών μελετών σε πραγματικές συνθήκες. Οι προκλήσεις είναι πολλές, αλλά θα μπορούσαν να συνοψιστούν στο ζήτημα της επιστημονικής ανακάλυψης, στη θέσπιση διαγνωστικού ρυθμιστικού πλαισίου, στην παροχή επενδυτικών κινήτρων, στην ανάπτυξη πολιτικών αποζημίωσης και στην παροχή νομικής υπόστασης στο Εθνικό Δίκτυο.
Ο κ. Σταματόπουλος παρέθεσε στη συνέχεια κάποια στοιχεία από μια πανευρωπαϊκή μελέτη των IQNPath, ECPC και EFPIA για να δώσει μια εικόνα της κατάστασης στην Ελλάδα σχετικά με τη χρήση βιοδεικτών. Σε ό,τι αφορά στην πρόσβαση, η Ελλάδα βρίσκεται κάπου στη μέση, τα πράγματα όμως είναι πολύ απογοητευτικά όσον αφορά στον έλεγχο πολλαπλών δεικτών. Τα απαραίτητα panel είναι διαθέσιμα σε ελάχιστα κέντρα, κυρίως ιδιωτικά, με αποτέλεσμα το ποσοστό του συνόλου των βιοψιών που ελέγχονται με σύγχρονες μεθοδολογίες να είναι 1%. Ακόμη χειρότερη είναι η εικόνα ως προς την ποιότητα του αποτελέσματος, καθώς η συμμετοχή της Ελλάδας σε προγράμματα εξωτερικού ελέγχου ποιότητας είναι σχεδόν ανύπαρκτη, κυρίως λόγω έλλειψης χρηματοδότησης.
Τέλος, ο κ. Σταματόπουλος τόνισε ότι στον δρόμο προς την εξατομικευμένη ογκολογία δεν αρκούν μόνο οι βιοδείκτες. Απαιτούνται επίσης νέες προσεγγίσεις στην έρευνα («ευφυέστερες» κλινικές μελέτες), έμφαση στην επιστήμη των δεδομένων, ισότιμη ιατρική μέριμνα και μια ολιστική προσέγγιση στην ευζωία των ασθενών με καρκίνο.
Η τελευταία ομιλήτρια, η κ. Καίτη Αποστολίδου, Πρόεδρος, Ελληνική Ομοσπονδία Καρκίνου ΕΛΛ.Ο.Κ., λόγω του περιορισμένου χρόνου που απέμενε και θεωρώντας ότι καλύφθηκε σε μεγάλο βαθμό από τους προηγούμενους ομιλητές, περιορίστηκε σε μερικά βασικά μηνύματα. Συνέδεσε αρχικά την εξατομικευμένη ιατρική με τη λεγόμενη ιατρική των 4p: predictive (πρόβλεψη), preventive (πρόληψη), participatory (συμμετοχή), prognostic (πρόγνωση), τονίζοντας ότι χωρίς και τα τέσσερα αυτά και χωρίς τη δύναμη των μεγάλων δεδομένων και τη δύναμη των δικτύων ασθενών, η ιατρική παραμένει κατακερματισμένη. Επισήμανε ότι η επανάσταση στην ιατρική, η νέα ιατρική, είναι ήδη εδώ και πως τα δεδομένα υπάρχουν ήδη και περιμένουν να χρησιμοποιηθούν. Δήλωσε επίσης χαρακτηριστικά ότι οι ασθενείς και οι γιατροί είναι αυτοί που υπηρετούν το σύστημα και ότι η πολιτική ηγεσία είναι αυτή που θα πρέπει να αντιμετωπίσει το ζήτημα της πρόσβασης των ερευνητών και των ενώσεων ασθενών στα δεδομένα, χαράζοντας στρατηγική.